κακοεργέτις

Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ιδος, ἡ,    A evil-doing, ψυχή Porph.Antr.30; cf. κακεργέτις.

Greek Monolingual

κακοεργέτις, ἡ (Α)
αυτή που κάνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο-εργός (< κακ(ο)- + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης].