[ῠ], ᾰκος, ὁ, A island-guard, D.S.3.39.
νησοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τῆς νήσου, Διόδ. 3. 39.
νησοφύλαξ, o (Α)φύλακας νησιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + φύλαξ.
νησοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ страж (хранитель) острова Diod.