ἀγέστρατος

Revision as of 11:04, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, ἡ,    A host-leading, Ἀθήνη Hes.Th.925; ἦχος, αὐλός, Nonn.D.26.15, 28.28.

German (Pape)

[Seite 13] Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῦς αὐλός 28, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, ὁ στρατὸν ἄγων, ὁδηγῶν, Ἀθήνη, Ἡσ. Θ. 925, σάλπιγξ, αὐλός, Νόνν. Δ. 26. 15., 28. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conduit ou entraîne les armées.
Étymologie: ἄγω, στρατός.

Greek Monotonic

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το στράτευμα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέστρᾰτος: ведущий войска (Τριτογένεια Hes.).

Middle Liddell

host-leading, Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀγέστρατος -ου ἄγω, στρατός adj., die legers aanvoert (van Athena).