ἄγω
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
[ᾰ], impf. ἦγον, Ep. and Ion.
A ἄγεσκον Hdt.1.148, A.R.1.849: fut. ἄξω Il.1.139, etc.: thematic aor. imper. ἄξετε Il.3.105, inf. ἀξέμεναι, -έμεν, Il.23.50, III: aor. 2 ἤγαγον Il.6.291, etc., opt. ἀγαγοίην Sapph.159: aor. 1 ἦξα rare, ἦζε Tim.Pers.165, part. ἄξας Batr. 119, inf. ἄξαι Antipho 5.46: pf. ἦχα SIG1 (Abu Simbel, vii/ vi B. C.), Plb.3.111.3, (προ-) D.19.18, (συν-) X.Mem.4.2.8; ἀγήγοχα OGI219.15 (Sigeum, iii B.C.), etc., Dor. συν-αγάγοχα Test.Epict.3.12; ἀγήοχα LXX To.12.3, J.BJ1.30.1, Alex.Fig.1.11, etc. (also in compds., (εἰσ-) Ps.-Philipp. ap. D.18.39, (κατ-) Decr.ib.73); ἀγείοχα PTeb.5.193 (ii B. C.), etc.; ἀγέωχα (δι-) CIG4897d (Philae, i B. C.), PTeb.5.198 (ii B. C.), etc.: plpf. ἀγηόχει Plb.30.4.17:—Med., fut. ἄξομαι Hom., Hdt., Trag.: them. aor. 1 ἄξοντο Il.8.545, imper. ἄζεσθε ib.505: also ἀξάμην (ἐσ-) Hdt.5.34, (προεσ-) 1.190, 8.20: aor.2 ἠγαγόμην Hom., etc., 2sg. ἀγάγαο GDI5088.8 (Cret.):—Pass., fut. ἀχθήσομαι Pl.Hp.Ma.292a, (προσ-) Th.4.87, etc.; ἄξομαι in pass. sense, A.Ag.1632, Pl.R.458d, (προσ-) Th.4.115, etc.: aor. 1 ἤχθην X.An.6.3.10, Ion. ἄχθην Hdt.6.30, part. ἀχθείς Hippon. 9: pf. ἦγμαι Hdt 2.158, D.13.15; also in med. sense, v. infr. B.2.
I lead, carry, fetch, bring, of living creatures, φέρω being used of things, δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι . . γυναῖκα, καὶ τρίποδα . . φέρειν Il.23.512; βοῦν δ' ἀγέτην κεράων by the horns, Od.3.439; ἄγω εἰς or πρὸς τόπον, poet. also c. acc. loci, νόστοι δ' ἐκ πολέμων ἀπόνους (sc. ἄνδρας) . . ἆγον οἴκους A.Pers.863 (lyr.); Ἅιδας . . ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν S.Ant.811 (lyr.); ἄγω τινά τινι Od.14.386; ἵππους ὑφ' ἅρματ' ἄγω 3.476, cf. A.Pr.465.
b part. ἄγων taking, στῆσε δ' ἄγων Il.2.558, cf. Od.1.130, S.OC1342, etc.
2 take with one, ἑταίρους Od.10.405, cf. S.OC832, etc.; τι Il.15.531, Hdt.1.70; of a wife, A.Pr.559 (lyr.) (more usually Med., q.v.).
3 carry off as captives or booty, Il.1.367,9.594, A. Th.340, etc.; ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Hdt.6.30; ἀγόμενος, i.e. δοῦλος, Archil.155, cf. E.Tr.140, Pl.Lg.914e; Δίκην ἄγειν to lead Justice forcibly away, Hes.Op.220; ἡ ἐπιθυμία ἄγει Arist.EN1147a34; of a fowler, φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει S.Ant.343: especially in phrase ἄγειν καὶ φέρειν = harry, ravage a country, first in Il.5.484 οἷόν κ' ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν, cf. 23.512 sq.; freq. in Hdt. and Att. Prose:—in Pass., ἀγόμεθα, φερόμεθα E.Tr.1310, cf. Ar.Nu.241: more rarely reversed, φέρουσί τε καὶ ἄγουσι Hdt. 1.88; ἔφερε καὶ ἦγε πάντας Id.3.39: c. acc. loci, φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα X.HG3.2.2; ἦγον καὶ ἔκαον τὴν B. ib.5; ἄγω alone, ravage, IG9(1).333 (Locr., v B. C.): —but φέρειν καὶ ἄγειν sometimes means simply bear and carry, bring together, Pl.Phdr.279c; τὴν ποίησιν φέρειν τε καὶ ἄγειν, i.e. bring it into the state, Id.Lg.817a, cf. X.Cyr.3.3.2.
4 ἄγω εἰς δίκην or ἄγω εἰς δικαστήριον, ἄγω ἐπὶ τοὺς δικαστάς to carry one before a court of justice, freq. in Att., πρὸς τὴν δίκην ἄγω E.Fr.1049; ὑπ' ἐπίγνωσιν ἀχθῆναι PTeb.28.11 (ii B. C.); simply ἄγειν Pl.Grg.527a, etc.; ἐπὶ θανάτῳ ἄγω X.An.1.6.10, etc.:—Pass., ἐπὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε Ev.Matt.10.18, cf. PTeb.331.16 (ii A.D.); φόνου ἄγεσθαι Plu.2.309e.
b Pass., to be confiscated, τὰ κτήνη ἀχθήσεται πρὸς τὰ ἐκφόρια (to meet the rent) PTeb.27.75 (ii B. C.).
5 of ships, carry as cargo, import, (οἶνον) νῆες ἄγουσι Il.9.72, etc.; ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι (i.e. σύν οἱ) Od.14.296.
6 draw on, bring on, πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες Il.24.547; Ἰλίω φθοράν A.Ag.406 (lyr.); τερμίαν ἁμέραν S.Ant.1330 (lyr.); ὕπνον Id.Ph.638; χαράν E.Fr.174; δάκρυ Id.Alc.1081.
7 bear up, φελλοὶ δ' ὥς. ἄγουσι δίκτυον A.Ch.506.
8 carry far and wide, spread abroad, κλέος Od.5.311.
9 Medic., remove, φλέγμα Hp. Nat.Hom.6, cf. Aph.4.2; ἕλμινθα Dsc.1.16.
II lead towards a point, lead on, τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε Il.13.602; κῆρες ἄγον θανάτοιο 2.834; οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις S.El.1035: also c. inf., ἄγει θανεῖν leads to death, E.Hec.43: c. acc. cogn., ἄγομαι τάνδ' ἑτοίμαν ὁδόν S.Ant.877 (lyr.); ὁδὸς ἄγει the road leads, Heraclit.71, S.OT734, Tab.Heracl.1.16, etc.: metaph., tend, ἐπὶ τὸ ἄκρον Pl.Lg. 701e.
2 lead, guide, especially in war, λαόν Il.10.79; ἄγω στρατιάν, ἄγω ναῦς, etc., Th.7.12, 8.59, etc., cf. X.An.4.8.12; henceabs., march, θᾶσσον ὁ Νικίας ἦγε Th.7.81, cf. X.HG4.2.19, etc.: simply, go, ἄγωμεν Ev.Marc. 1.38; of the gods, etc., guide, Pi., Hdt., etc.; ἐπ' ἀρετήν E.Fr.672; διὰ πόνων ἄγειν τινά Id.IT988.
3 manage, νόῳ πλοῦτον Pi.P.6.47; πολιτείαν Th.1.127; τὴν σοφίαν conduct philosophical inquiry, Pl.Tht. 172b; of reasoning, ἀγαγεῖν τοὺς λόγους Arist.APr.47a21; εἰς τὸ ἀδύνατον ἄγω ib.27a15 (v.l. ἀπάγοντας):—Pass., to be led, be guided, λογισμῷ Pl.R.431c; ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν Isoc. 9.45.
4 refer, attribute, τι εἰς ἐθελοκάκησιν Plb. 27.15.13; τι ἐς Διόνυσον Luc.Syr.D.33.
5 bring up, train, educate, ἀγόμενοις ὀρθῶς Pl.Lg.782d; ἤχθη τὴν λεγομένην ἀγωγήν Plu.Ages.1; of animals, train, X.Mem.4.1.3.
6 reduce, ἐς βραχὺ τὴν ἀρχήν Hp. VM1; ἐς τὸ ἥμισυ Id.Mul.1.78; of propositions, εἰς ῥᾳδιξστέραν κατασκευήν Papp.1076.6.
III draw out in length, τεῖχος ἄγειν to draw a line of wall, Th.6.99; μέλαθρον εἰς ὀρόφους AP9.649 (Maced.); ὄγμον ἄγω Theoc.10.2; ἄγω γραμμάς to draw lines, Arist.Top.101a16; ἤχθωσαν κάθετοι let perpendiculars be drawn, Mete.373a11; ἄγω ἐπίπεδον describe a plane, Archim.Sph.Cyl.1.7, etc.:—Pass., ἦκται ἡ διῶρυξ Hdt.2.158, cf. Th.6.100; κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς, i.e. when the land forms a bight, Hdt.4.99.
IV hold, celebrate, Ἀπατούρια, ὁρτήν, Hdt. 1.147,183 (more usually ἀνάγειν); freq. in Att., ἄγω ἀγῶνα IG1.53.33; θυσίαν, θεωρίαν Isoc.19.10; κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν A.Ag.1592; γάμους Men.Sam.336, cf. LXX To.11.19 (Pass.); ἐκκλησίαν Plu.Aem.30:—Pass., ἀγοραῖοι ἄγονται Act.Ap.19.38.
2 keep, observe a date, ἄγω τὴν ἡμέραν ταύτην πάντα τὸν χρόνον Th.5.54, cf. Men.521; κατὰ σελήνην τὰς ἡμέρας Ar.Nu.626; reckon, τοὺς ἐνιαυτοὺς καθ' ἥλιον Gem.8.6.
3 keep, observe, ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pi.P. 6.20; σπονδὰς ἄγω πρός τινας Th.6.7; εἰρήνην Pl.R.465b, etc.: c. acc., as periphrasis for a neut. Verb, σχολὴν ἄγειν, = σχολάζειν, E.Med.1238, Pl.R.376d; ἡσυχίαν ἄγειν = ἡσυχάζειν, X.An.3.1.14; ἄγω ἀπαστίαν Ar. Nu.621; κρύψιν ἄγειν, of stars between setting and rising, Autol.2.9; keep up, sustain, maintain, νεῖκος Pi.P.9.31; γέλωτ' ἄγειν to keep laughing, S.Aj.382; ἄγω κτύπον E.Or.182 (lyr.); with predicate, maintain, ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα D.9.36.
4 of time, pass, ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87; ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; S.El.266; ὁ βίος οὑμὸς ἑσπέραν ἄγει Alex.228, cf. ὥραν ἄγειν to be ripe, τῆς γαστρὸς ὥραν ἀγούσης Philostr.VA2.14; ὥραν ἦγε θανάτου Chor.p.38B.; τῆς ἡλικίας ἄγον τὸ ἄνθος Id.p.53 B.; τέταρτον ἔτος ἄγων καὶ τριακοστόν Gal.Lib. Propr.1.
5 of beliefs, hold, αἵρεσιν Plb.27.15.14.
V hold account, treat, ἄγω ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7(6).22; ἐν τιμῇ ἄγειν or ἄγεσθαι, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἄγω, περὶ πλείστου ἄ., Hdt.1.134, 2.172, 9.7, etc.; θεοὺς ἄγειν to believe in, A.Supp.924; διὰ τιμῆς ἄγω τινά, etc., Luc. Prom.Es4, etc.; τὸ πρᾶγμ' ἄ… ὡς παρ' οὐδέν S.Ant.34; τὴν Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄγω τοῦ Βακχίου E.Ba.225; τιμιώτερον ἄγω τινά Th.8.81; εὐεργεσίας εἰς ἀχαριστίαν καὶ προπηλακισμὸν ἄγω D.18.316:—with Adverbs, δυσφόρως τοὔνειδος ἦγον S.OT784; ἐντίμως ἄγω Pl.R.528c, etc.:—Pass., ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος S.OT775.
VI draw down in the scale, hence, weigh, ἄγω μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, etc., weigh a mina, 300 darics, etc., D.22.76, 24.129, cf. Philippid.9.4, etc.; ἄγω πλέον Arist.Pr.931b15; ἄγω σταθμόν Plu.2.96b.
VII on ἄγε, ἄγετε, v.s. vocc.
B Med. ἄγομαι, carry away for oneself, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι Od.10.35; take with one, 6.58, E.Heracl.808, etc.; of a ship's cargo, D.35.20; take to oneself, δῶρον Theoc.1.9, cf. ΙΙ; take upon oneself, ἄγεσθαι ἐς χεῖρας Hdt.1.126, 4.79.
2 ἄγεσθαι γυναῖκα take to oneself a wife, Od.14.211; γυναῖκα ἄγω ἐς τὰ οἰκία Hdt.1.59, etc.; ἄγεσθαί τινα ἐς δῶμα Hes.Th.410; simply ἄ. marry, Hdt.2.47, etc.: pf. Pass. ἦγμαι is used in this med. sense, J.AJ14.12.1; of the father, bring home a wife for his son, Od.4.10, Hdt.1.34; of a brother, Od.15.238; of friends of the bridegroom and bride, Od.6.28, Hes.Sc.274: later in Pass. of the wife, PGnom.138 (ii A.D.).
3 like Act., bring; διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον bring through the mouth, i.e. utter, Il.14.91.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: pres. subj. ἄγɛ̄ι ICr.4.72.1.4 (Gortina V a.C.), imperat. lesb. ἄγι, ἄγιτε (v. apartado D), inf. ἀγέμεν Il.19.195, Theodotus SHell.760, ἄγεν ICr.4.72.1.3 (Gortina V a.C.), locr. hάγεν IG 92.717.1 (Calión V a.C.); fut. 3a plu. ἄξοισι Pi.P.6.13; aor. ind. ἤξει Tim.15.153 (forma artificiosa de un bárbaro), 3a plu. ἠγάγοσαν Gonnoi 91.17 (II a.C.), imperat. ἄγαγον Hsch., ἄξετε Il.3.105, opt. ἀγαγοίην Sapph.169, part. ἀγάγας Hsch. (pero v. Phryn.327), inf. ἀξέμεναι Il.23.50, ἀξέμεν Il.23.111, ἀγαγῆσαι UPZ 7.12 (II a.C.), tes. ἀγαγέμεν SEG 27.226.7 (II a.C.); perf. ἄγωγα EDE 4.122, ἀγήγοχα IIl.32.15 (III a.C.), ἀγείοχα LXX To.12.3, POxy.283.14 (I d.C.), nom. plu. neutro ἀγειωχότα ICPisidia 31.9 (I d.C.), plusperf. ἀγηόχει Plb.30.4.17; v. med. aor. ind. ἄξοντο Il.8.545, imperat. ἄξεσθε Il.8.505; aor. ind. dór. 2a sg. ἀγάγαο ICr.1.17.21.8 (Lebena I a.C.)
A en cont. de alejamiento
I c. idea de violencia
1 de seres vivos, op. explícitamente a φέρω llevar por su pie δῶρα ἐνεικέμεν ... ἀγέμεν τε γυναῖκας Il.19.195, cf. Od.4.622, ἀτὰρ οὔ τί μοι ἐνθάδε τοῖον οἷόν κ' ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν no tengo aquí nada que los aqueos pudieran llevarse de objetos (φέρω) o de animales y cautivos (ἄγω) Il.5.484
•de un hombre que va guiando un carro Νέστορα δ' ἐκ πολέμοιο φέρον ... ἵπποι, ... ἦγον δὲ Μαχάονα los caballos llevaban a Néstor fuera de la batalla y conducían también a Macaón (que iba guiando) Il.11.598, ἐάν τίς τινα τῶν ἀνδροφόνων τῶν ἐξεληλυθότων ... πέρα ὅρου ἐλαύνῃ ἢ φέρῃ ἢ ἄγῃ Sol.Lg.17, cf. 19a, 19b, χρυσοῦ πλῆθος ... ὅσον μήτε φέρειν μήτε ἄγειν oro cuanto no se puede llevar a cuestas ni en vehículos (o a lomos de un animal) Pl.Phdr.279c, φέροντες καὶ ἄγοντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2.
2 gener. de seres vivos sin dicha oposición llevarse como botín o por la fuerza, ganado Il.16.153, cautivos Il.2.231, ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Δαρεῖον de un prisionero fue llevado como un fardo junto al rey Darío Hdt.6.30, cf. Aristid.Or.2.395
•llevar detenido ἔκδοτον ἄγεσθαι Hdt.6.85, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἄγει Act.Ap.9.2
•llevar cautivo γυναῖκας Od.14.264, de las suplicantes, A.Supp.924, en relación c. el rapto de Helena Il.24.764, de Briseida Il.1.184, τὴν Βιθυνίδα X.HG 3.2.2, τὸν ξένον με̄̀ hαγɛ̄ν ... IG 92.717.1 (Calión V a.C.), cf. Plb.18.5.1
•de cosas γέρας Il.1.139
•llevarse como premio ἵππον Il.23.613, ἡμίονον Il.23.662, 668
•a menudo en v. med. Il.2.659, 5.72
•abs. pillar, saquear referido a ganados, esclavos, etc., esp. en la frase ἄ. καὶ φέρειν Hdt.1.166, cf. E.Tr.1310, φέρειν καὶ ἄ. Hdt.6.42
•confiscar en v. pas. τὰ τὲ κτήνη ὑπὸ στέρησιν ἀχθήσεσθαι PTeb.27.75 (II a.C.).
II sin idea de violencia, esp. de seres vivos
1 gener. llevar ἵππους ... ὑφ' ἅρματ' uncir los caballos, Od.3.476, cf. A.Pr.465, θηρίον ἐπὶ τὸ πιεῖν Pl.R.439b, ἄγειν τῆς ἡνίας τὸν ἵππον llevar el caballo de la brida X.Eq.6.9, cf. 6.4, ἄ. τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον Eu.Matt.21.7
•de pers. εἰς δικαστήριον llevar al tribunal Pl.Lg.928b, ἐπὶ τοὺς δικαστάς, llevar ante los jueces Pl.Lg.843b, παρὰ πολεμάρχων X.HG 5.4.8
•v. pas. forzar, obligar εἰς λειτουργίαν ITemple of Hibis 4.33 (I d.C.), οὐκ ἀχθήσομαι εἰς τὴν μίσθωσιν no seré forzado al arrendamiento, POxy.1279.25 (II d.C.)
•de cosas llevar δῶρα S.Tr.495, X.Cyr.5.5.39
•fig. ἄ. ... Ἰλίῳ φθοράν A.A.406, (τινά) εἰς αἴσθησιν τοῦ κακοῦ Arr.Epict.2.18.8
•llevar, extender, divulgar μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί Od.5.311, ἄγω ἐπί τινα τὸ πρᾶγμα anuncio la cosa a alguien Procop.Goth.3.35.8
•en v. med. echar de sí, dejar salir μῦθον ... διὰ στόμα Il.14.91
•v. act. medic. hacer expulsar, eliminar de medicamentos φάρμακον ὅ τι χολὴν ἄγει Hp.Nat.Hom.6, φλέγμα Hp.ib., οὖρα Asclep.Iun. en Gal.13.213, cf. Gal.12.125, καταμήνια Gal.12.155, abs. ἡ μὲν οὖν λέγει φεύγειν τοῦτο ἡ δ' ἐπιθυμία ἄγει (un razonamiento) aconseja huir de esto, pero el deseo lleva, arrastra Arist.EN 1147a34.
2 c. frase adverb. ἐς βραχὺ ἄ. reducir al mínimo, simplificar Hp.VM 1.
B en cont. de acercamiento
1 traer ἑταίρους Od.10.405, τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε Od.4.312, κούρην Hes.Th.998, τὴν μητέρα X.Cyr.5.4.38
•de cosas δέπας ... ὃ οἴκοθεν ἦγ' ὁ γεραιός Il.11.632
•v. med. χρυσὸν καὶ χαλκόν ... ἠδὲ γυναῖκας ... πολιόν τε σίδηρον ἄξομαι Il.9.367
•v. act. traer, hacer llamar πλοῖα X.An.5.4.11
•de mercancías traer, importar οἶνον Il.7.467, μέθυ Il.7.471.
2 v. med. en rel. c. una mujer traer a casa, desposar οἴκαδ' ἄγεσθαι Il.3.404, πρὸς δώματ' Il.16.190, cf. Hdt.1.34, ἤγετο παῖδα Nicaenet.1.2
•simpl. ἀγαγέσθαι casarse, Il.18.87, ἄγεσθαι Hdt.2.47
•v. act. ἄγειν γυναῖκα casarse A.Pr.559
•c. dat. casar con otro κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα ἠγάγετο πρὸς δώματα Od.15.238, ἀμφοτέροις ἀλόχους ἀ. Od.21.214.
C indiferente a la direcc. respecto al que habla
I gener. c. compl. de pers.
1 conducir, guiar esp. de un jefe a su ejército λαόν Il.10.79, στρατιάν Th.7.12, 84
•c. compl. implícito θᾶσσον ... ὁ Νικίας ἦγε Th.7.81, cf. X.An.4.1.17
•dirigir ὣς ἄγε νεῖκος Ἀθήνη Il.11.721, νῆα Od.9.495
•fig. gobernar, regir τὴν πολιτείαν Th.1.127.
2 fig. en gener. conducir, guiar τὰς ψυχὰς εἰς τὴν ἀρετήν Pl.R.547b, ἐπὶ τὸ βέλτιστον Pl.Ti.48a, εἰς οἶκτον E.IA 653, διὰ πόνων E.IT 988, τοὺς ἔχοντας τὰ πράγματα ... εἰς σύλλυσιν ἠγάγοσαν a los que tenían litigios ... los condujeron a una conciliación, Gonnoi l.c., cf. SEG l.c., ἑαυτὸν ἄ. conducirse D.Chr.31.40
•v. med.-pas. dejarse guiar λογισμῷ Pl.R.431c, πνεύματι θεοῦ Ep.Rom.8.14
•dejarse arrastrar ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Prt.355a
•abs. del camino ὁδὸς ἄγει Heraclit.B 71, τὰν τριακοντάπεδον τὰν διὰ τῶν hιαρῶν χώρων ἄγωσαν TEracl.1.16 (IV a.C.).
3 educar παῖδας Luc.Anach.20, ἀγομένοις ὀρθῶς Pl.Lg.782d, οὕτω κακῶς ἠγμένος Pl.Alc.1.124a.
4 abs. c. suj. de agentes externos al hombre conducir, actuar κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο Il.2.834, εἰ θεὸς ἄγοι S.OC 253, cf. 998
•de la divinidad gener. comportarse, actuar ἄγει ὁ θεὸς οὕτως X.An.6.3.18
•v. med. del hombre conducirse, comportarse οἵ ῥα θεοὺς ἐρέθωσι, παρὰ ῥήτρας δ' ἀγάγωνται Euph.38C.50.
5 jur. en v. med. impers. como trad. del lat. agitur, ejercerse una acción legal, llevarse a cabo un juicio περὶ οὗ πράγματος ἄγεται por cuyo hecho tiene lugar la causa e.e. cuyo hecho es el motivo de disputa, PYadin 28.7, 29.7 (II d.C.).
II c. compl. de cosas, indicando diversos movimientos concretos y fig.
1 transportar materiales de constr. (por su indiferencia a la direcc. respecto al hablante a menudo admite simultáneamente las dos trad. citadas: llevar y traer) λίθους ἀγαγομένη κρηπῖδα ... περὶ αὐτὴν (λίμνην) ἤλασε (la reina) mandando traer/llevar piedras trazó una empalizada alrededor del lago Hdt.1.185, ὡς ἐγὼ δοκέω, ἐν τῷ τοὺς λίθους ἔταμνον καὶ ἦγον ... οὐκ ὀλίγον χρόνον Hdt.2.125, cf. D.S.4.80, frec. en inscr. τὰ ἐπίκρανα τῶν κιόνων ... ἀγαγεῖν Πε[ν] τελῆθεν Ἐλευσῖνάδε IG 22.1680.2 (IV a.C.), cf. 1666a.66 ( IV a.C.), ζεύγεσι τὸς λίθος ἄγοσι SIG 124 (Pireo IV a.C.), en una adjudicación ἐργολαβήσαντι τεμεῖν καὶ ἀγαγεῖ[ν] εἰς τὸ ἐκκλησιαστήριον ... πέτρας ... ID 372a.139 (III/II a.C.).
2 formar, trazar κύκλον (los cazadores alrededor de un león) Od.4.792, τεῖχος Th.6.99, ὄγμον Theoc.10.2
•esp. de figuras geométr. γραμμάς Arist.Top.101a16, ἤχθωσαν δὴ κάθετοι Arist.Mete.373a11, ἄγω ἀπὸ τοῦ Θ τὰς ΘΜ παράλληλαν τᾷ ΑΖ trazo por el punto X la paralela XY a AZ Archim.Spir.18.
3 de la balanza arrastrar, pesar μνᾶν D.22.76, τριακοσίους δαρεικούς D.24.129.
4 fig. manejar πλοῦτον Pi.P.6.47
•entonar οἶτον Call.Lau.Pall.95
•llegar ἄ. εἰς τοῦτο Arist.Metaph.1032b9.
5 fig. en pap. anotar, registrar, inscribir εἰς ἐπιτείμου (sic) λόγον BGU 820.7, cf. 2 (II d.C.), καταξίωσον κελεῦσαι ἀχθῆναι ὡς διάκονον PGiss.55.11 (VI d.C.)
•esp. registrar en la lista de contribuyentes χῶμα ... τὸ ἀγό(μενον) κατ' ἐπιβολ(ήν) ὧν ἕκαστ(ος) ἔχει (ἀρουρῶν) dique ... registrado (en la lista de contribuyentes) según la proporción de aruras que cada uno tiene, POxy.290.7 (I d.C.), de unas tierras ἤχθησαν εἰς ἀπαίτησιν han sido registradas en la recaudación de impuestos, PFay.40.8 (II d.C.)
•llevar a cabo, presentar un informe ἤχθη περὶ τούτου εἶδος τῷ κρα[τίστῳ Λιβερ] άλι PTeb.287.12 (II d.C.), ἦχθαι εἶδος δι' [ο] ὗ δηλ[οῦ] ται ... POxy.1032.17 (II d.C.).
III c. compl. de abstr.
1 c. compl. de comportamiento seguir, continuar, mantener ἐφημοσύναν Pi.P.6.20, ἀρετάν Pi.I.7.22, σπονδάς Th.6.7, εἰρήνην Pl.R.465b, cf. ICr.4.181.9 (Gortina II a.C.), γέλωθ' ὑφ' ἡδονῆς reírse de placer S.Ai.382
•como forma perifr. ἡσυχίαν ἄ. estar tranquilo X.An.3.1.14, σχολὴν ἄ. estar inactivo E.Med.1238
•tener tiempo libre para hacer algo PTeb.315.17 (II d.C.), παρρησίαν ἄ. hablar sin comedimiento de los borrachos, Philoch.170.
2 c. compl. temp. pasar ἀπήμαντον ἄγων βίοτον pasando una vida libre de miseria Pi.O.8.87, ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν S.El.266, τέταρτον ἔτος ἄγων καὶ τριακοστόν Gal.19.15
•llegar la hora, llegar el momento ὥραν del parto, Philostr.VA 2.14, ὥραν θανάτου Chor.Or.6.2
•de una fecha observar, celebrar τὴν ἡμέραν ταύτην Th.5.54, κατὰ σελήνην τὰς ἡμέρας Ar.Nu.626, cf. Eratosth.Fr.Hist.16
•de fiestas, acontecimientos celebrar Ἀπατούρια Hdt.1.147, ὁρτήν Hdt.1.183, Men.Fr.878, κρεουργὸν ἧμαρ εὐθύμως ἄγειν A.A.1592, γάμους Men.Sam.681.
IV c. frases adverb. tratar, considerar, tener en ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἦγον Hdt.2.172, ἐν τιμῇ ἄ. Hdt.1.134, τ[ο] ὺς νόμους μεγά[λο]υς ἄγοι Antipho Soph.CPF 1.B.1.20, ὡς παρ' οὐδέν S.Ant.34, διὰ τιμῆς ἄ. τινα Luc.Prom.Es 4, τιμιώτερόν τε αὐτὸν ἄγειν Th.8.81, Ἀφροδίτην πρόσθ' ἀ. τοῦ Βακχίου E.Ba.225
•c. adv. ἐντίμως ἄ. Pl.R.528c, δυσφόρως S.OT 784.
D ἄγε, ἄγετε lesb. ἄγι, ἄγιτε Alc.38a.4, 10, Sapph.27.5 (usado gener. ante 1a, 2a del plu., tb. alguna vez ante 1a sg. y 3a plu.), imperat. usado como interj. ea, ea pues ἄγε τάμνετε Od.3.332
•gener. reforzado por otras partíc. ἄγε δή Il.3.441, E.Cyc.590, ἀλλ' ἄγε Il.2.437, A.Pers.140, ἀλλ' ἄγε δή Stesich.88.1.7S., ἄγε νῦν A.Fr.273a.1, E.Cyc.630, Ar.Eq.1011, ἄγε τοίνυν X.Cyr.5.5.15, ἄγε δῆτα Hsch., ἄγε ὅπως c. fut., Ar.Ec.149
•tb. ἄγωμεν vamos, Eu.Matt.26.46.
• Diccionario Micénico: a-ke.
• Etimología: *H2eg-, ai. ájati, arm. acem, lat. ago, toc. āk-, air. aig- ‘llevar’; c. vocalismo /o/ analóg., cf. ὄγμος; c. alarg., cf. ἀγείρω, ἀγρός, ἀγρέω, etc., prob. en het. aggala- ‘surco’ < *H2°gl̥-, cf. lat. agolum.
German (Pape)
[Seite 27] fut. ἄξω, Dor. ἀξῶ, Theocr. 15, 40; – aor. II ἤγαγον, ἀγαγεῖν; aor. I ἦξα Batrach. 115. 168; med. ἠξάμην; Her. u. einzeln bei den Attikern, bes. in den compos., wie ἀπῆξαν. Ar. Ran. 469, προσῆξαν Thuc. 2, 97, προεξάξαντες 8, 25; die Formen ἄξετε Iliad. 3, 105. 24, 778 Odyss. 14, 414 u. ἄξεσθε Iliad. 8, 505 als imperat. aor., ἀξέμεναι Iliad. 23, 50, ἀξέμεν Iliad. 23, 111. 24, 663 als infin. aor. erklärt, wie βήσετο, δύσετο u. dgl., können auch als Futurformen gelten, für welche in Prosa praes. oder aor. stehn würde, vgl. die Aristarchischen Notizen bei Friedlaender Aristonic. p. 6; Iliad. 8, 545 ἐκ πόλιος δ' ἄξοντο βόας; ἄξαι Antinho 5, 46; vgl. Lob. zu Phryn. p. 287. 735; – perf. ἦχα unatt. nach den Atticisten, ἀγήοχα, wassich uaib Phrynich. bei Lysias fand, Arist. Oec. 1, 7 u. Sp. wie Plut. Phoc. 17; εἰσαγηοχότες steht im Brief des Philipp Dem. 18, 39 u. καταγήοχεν im Dekret ib. 73; – pass. ἦγμαι, – fut. ἀχθήσομαι Plat. Hipp. mai. 292 a; vgl. προάγω. – Führen, leiten, zunächst 1) belebte Wesen, βεβλημένον, einen Verwundeten führen, Iliad. 11, 650, ἵππον 23, 596, ἀλόχους τε φίλας καὶ νήπια τέκνα ἐν νήεσσιν 4, 239; ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους, führte sie unters Joch, schirrte sie an, 5, 731, βοῦν Od. 3, 383, auch ἵππους ζεύξαθ' ὑφ' ἅρματ' ἄγοντες 478, wie Aesch. Prom. 463; θηρίον ἐπὶ τὸ πιεῖν Plat. Rep. IV, 439 b, ἡκέτην ἄγοντε τὸν Πρόδικον Prot. 317 e, ποῖ καὶ παρὰ τίνας ἄγομεν τοὺς κάμνοντας Gorg. 478 b; so bei Xen. ὑποζύγια, ἵππους, An. 4, 5, 24 Equ. 6, 4; auch τῆς ἡνίας τὸν ἵππον, das Pferd am Zügel führen, 6, 9; mit doppeltem acc. τὰς κύνας τὰ ὄρη, in das Gebirge, Cyneg. 4, 9, wo jetzt εἰς hinzugesetzt ist, vgl. Soph. Ant. 805; anders τὸ στράτευμα ἦγε τὴν ἐπὶ Μέγαρα Hell. 4, 4, 13, vgl. ἐπὶ τὴν ῥᾴστην ὁδὸν ἄξω σε Mem. 2, 1, 23; ἄγομαι τάνδ' ὁδόν Soph. Ant. 869; vom Wegweiser Xen. An. 1, 3, 17 u. sonst. Auch wie im Deutschen vom Wege, ὁδὸς ἡ ἐπὶ τοῦτο ἄγουσα, dahin führend, Plat. Rep. IV, 435 d; ἡ σχιστὴ ὁδὸς εἰς ταὐτὰ ἄγει, der Weg trifft zusammen, Soph. O. R. 734; τὰ ἵχνη ἄξει, die Spuren werden führen, Xen. Cyn. 8, 4. – Bes. 2) anführen, vom Feldherrn, λαόν Il. 10, 79, Λυκίων μέγα ἔθνος 12, 330; λόχον Aesch. Spt. 56, στρατόν Soph. O. C. 1327; häufig in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 17, λόχους ὀρθίους An. 4, 3, 13, u. mit Weglassung von στρατόν absolut ᾑγε ταχέως, crmarschierte schnell, 4, 1, 17 u. öfter; ἄγειν ἐπί τινα, πρὸς τοὺς πολεμίους, auch ἐγγὺς ἄγειν, sich nähern. – Von den Göttern u. dem Schicksal, τὸν δ'ἄγε Μοῖρα κακή, ihn führte, trieb die böse Möre, Il. 13, 602, vgl. 2, 834; θεῶν ἀγόντων, unter Leitung der Götter, Soph. O. C. 994, wie εἰ θεὸς ἄγει 254; vgl. Her. 7, 8, 1; ἡ πεπρωμένη ἄγει θανεῖν ἀδελφὴν ἐμήν, das Geschick hat beschlossen, daß meine Schwester sterben soll. Eur. Hec. 43; ἄγει ὁ θεὸς οὕτως, Gott will es so, Xen. An. 6, 1, 18. Ferner, den Staat lenken, regieren, wie Plat. ἄρχειν καὶ ἄγειν Phaedr. 237 d, ἄγειν καὶ δεσπόζειν Phaed. 94 e verbindet; πολιτείαν, den Staat verwalten, Thuc. 1, 127, wie Plut. Cat. min. 1; πόλιν Plat. Legg. VI, 771 b, δήμους III, 681 c; so auch ψυχὴ ἄγει πάντα Legg. X, 896 e. Von Leidenschaften, Furcht u. Hoffnung geleitet werden, ἀγόμενος ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. Prot. 355 a, ὑπ. ἐλπίδος Phaed. 68 a; wohin auch gerechnet werden kann Il. 10, 391 πολλῇσίν μ' ἄτῃσι παρὲκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ, bethörte mich; ποῖ ἡ ἐπιθυμία αὐτὸν ἄξει Plat. Rep. II, 359 c; τοῖς ἔξωθεν λόγοις ἠγμένος, durch äußere Gründe veranlaßt, Dem. 18. 9. Und so allgemeiner aufs Geistige übertragen, ἐπὶ τὸ βέλτιστον ἄγειν, zum Besten führen, anleiten, Plat. Tim. 48 a; εἰς πίστιν, zur Überzeugung, Legg. XII, 966 d, εἰς κακὰς δόξας Rep. VI, 363 d, τὰ πρὸς τὴν νόησιν ἄγοντα μαθήματα VII, 522 e, τὰς ψυχὰς εἰς τὴν ἀρετήν VIII, 547 b. Man vgl. hiermit εἰς οἶκτον ἄγειν, zum Mitleid bewegen, Eur. Iph. A. 653, wie εἰς ἔλεον Dem. 25, 76; τὴν πόλιν εἰς ὁμόνοιαν 22, 74; Sp. noch häufiger; εἰς φόβον Pol. 3, 2, 2, εἰς ἐπίστασιν 2, 56, 6, εἰς μνήμην 2, 35, 5. – Geistig anleiten ist erziehen; dah. καλῶς ἀχθεῖσαι den ἀνάγωγοι, ungebildeten, entgegenstehen, Xen. Mem. 4, 1, 3; κακῶς, φαύλως ἠγμένοι, schlecht Erzogene, Plat. Alc. I, 124 a; Dem. 13, 15; ἄγειν καὶ τρέφειν Luc. Anach. 20, Plut. ed. lib. 4 g. E. ἤγαγεν σκύλακας. – 3) Selten von leblosen Dingen; ὕδωρ, Wasser leiten, Plat. Legg. VIII, 844 b; – τεῖχος, eine Mauer ziehen, Thuc. 6, 99; ὄγμον, eine Furche ziehen, Fhcoer. 10, 2; τάφρον Plut. Ages. 39; – νεφέλας ἐπὶ ναυσίν, Wolken herausführen, Eur. Hel. 1149; – Iliad. 23, 50 ὕλην ἀξέμεναι, 111 οὐρῆάς τ- ὤτρυνε καὶ ἀνέρας ἀξέμεν ὕλην; so bes. von Waaren, ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od. 1, 184. Damit vgl. man einerseits, wo es mehr nach 4) übergeht, ἄποινα, ὀνείατα ἄγειν II. 22, 350. 24, 367; κειμήλια Od. 15, 159; δῶρα, Geschenke bringen, Soph. Trach. 495; Xen. Cyr. 5, 5, 12 u. öfter; ἀπαρχάς, die Erstlinge darbringen, Soph. Trach. 182; ἐσθῆτας βασιλεῖἄγειν; – andrerseits die Stellen, wo es von Schiffen und Wagen gesagt ist, führen, tragen, Iliad. 5, 839 δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρα τ' ἄριστον (scil. ὁ ἄξων); ἀπήνη ἄγει Λάϊον Soph. O. R. 753; νῆες πεζοὺς ἤγαγον Aesch. Pers. 553; vgl. Soph. Phil. 523; Xen. An. 5, 1, 4, vom Pferde 1, 9, 27. Dah. pass. ὅπλα ἤγετο ἐπὶ ἁμαξῶν Xen. An. 1, 7, 15, vgl. Hom. θῆκ' ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι Il. 16, 223; vgl. Od. 13, 216; Eur. ἐπὶ νεὼς ἄξεις I. T. 1001. Die oft wiederholte Regel ἄγεται τὰ ἔμψυχα, φέρεται τὰ ἄψυχα ist unrichtig; die Attiker wie Homer unterscheiden beide Berba ebenso, wie man im Deutschen »tragen« und »führen« unterscheidet; dabei giebt es natürlich Fälle, wo man, von verschiedener Vorstellung ausgehend, beide Verba gebrauchen kann. Vgl. Odyss. 21, 196 die Frage ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆι ἀμυνέμεν, εἴ ποθεν ἔλθοι ὧδε μάλ' ἐξαπίνης καί τις θεὸς αὐτὸν ἐνείκοι; mit der Antwort vs. 201 Ζεῦ πάτερ, αἲ γὰρ τοῦτο τελευτήσειας ἐέλδωρ, ὡς ὲλθοι μὲν κεῖνος ἀνήρ, ἀγάγοι δέ ἑ δαίμων. Ebenso verhält sich Iliad. 24, 367 τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν τοσσάδ' ὀνείατ' ἄγοντα zu 24, 502 τοῦ νῦν εἵνεχ' ἱκάνω νῆας' Αχαιῶν, λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ' ἀπερείσἰἄποινα; u. ineinern. ders. Stelle 24, 139 τῇδ' εἴη· ὃς ἄποινα φέροι, καὶ νεκρὸν ἄγοιτο. Dagegen unmöglich wäre ἄγειν Iliad. 24, 275 ἐκ θαλάμου δὲ φέροντες ἐυξέστης ἐπ' ἀπήνης νήεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσἰ ἄποινα, und es ist vollkommen richtig, was Aristonic. Schell. Iliad. 23, 263 sagt ἀκριβὴς γὰρ ὁ ποιητὴς περὶ τὰ ἀκτὰ καὶ φορητά. Lehrreich ist z. B. Iliad. 23, 512 δῶκε δ' ἄγειν έτάροισιν ὑπερθύμοισι γυναῖκα καὶ τρίποδ' ὠτώεντα φέρειν u. Odyss. 4, 622 οἱ δ' ᾑγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον. Wie Aristarch die Regel ausdrückte, ist nicht mehr deutlich; man sehe die schwachen Spuren der Überlieferung bei Lehrs Aristarch. p. 142. – 4) mitbringen, mitnehmen, mit sich führen, mit sich bringen: έταίρους τρεῖς ἄγον, ich nahm drei Gefährten mit, Od. 4, 434, κῆρυξ ἦλθεν ἄγων ἀοιδόν 8, 62; καὶ αὐτὸς παρέσει καὶ ἄλλους ἄξεις Plat. Hipp. mai. 286 c, ἐξ έκάστων τῶν πόλεων Prot. 315 a; Xen. τὴν μητέρα μεθ' έαυτοῦ Cyr. 5, 4, 38. Dah. ist τοὺς θεράποντας ἄγων geradezu: mit den Dienern, Mem. 3, 3, 2, vgl. Hell. 3, 4, 10; περσικὸν στόλον ἄγων, mit einer persischen Flotte, Plat. Legg. III, 698. S. med. Auch von leblosen Dingen: νέφος λαίλαπα ἄγει, bringt den Sturm mit, Il. 4, 278, πέπλους Σιδονίηθεν 6, 291; κειμήλια, χρήματα, Od. 14, 385 Il. 11, 632. Hieran schließt sich ἄγειν ἀγώγιμα, Waaren führen, ungefähr wie bei uns die Kaufleute sagen, Plat. Prot. 313 d; ἀγοράν Xen. An. 5, 7, 18; mit πωλεῖν verbdn Plat. Soph. 224 a. wie Xen. An. 1, 5, 5, im Gegensatz von ἄγεσθαι u. πιπράσκεσθαι. – 5) Gewaltsam mit sich nehmen u. forttreiben, bes. ἄγειν καὶ φέρειν, Menschen u. Vieh wegtreiben und alles bewegliche Eigenthum fortschleppen, rauben und plündern, von Her. an bes. bei Geschichtschreibern häufig, sowohl mit dem acc. der Sache, τὰ σά Her. 1, 88, τὰ τῶν Ἀρμενίων Xen. Cvr. 3, 2, 12, und pass. ἡ χώρα ἐφέρετο καὶ ἤγετο, als mit dem acc. der Person, τοὺς περιοίκους Her. 1, 166, ἀλλήλους 6, 42, τοὺς πολεμίους Isocr. 6, 74, τοὺς Θρᾷκας Xen. An. 2, 6, 5, in der Umstellung ἔφερε καὶ ἦγε, welche in dieser Vrbdg selten, auch Hell. 5, 4, 42; pass. ἀγόμεθα καὶ φερόμεθα Eur. Tread. 1310, ἄγομαι, φέρομαι ὑπὸ χρήστων Ar. Nub. 241. Dagegen in der Bdtg: herbeiführen und tragen, ohne feindliche Beziehung, steht φέρειν καὶ ἄγειν, z. B. χρυσοῦ πλῆθος Plat. Phaedr. 279 c, u. übertr. ποίησιν Legg. VII, 817 a; vgl. Xen. Cvr. 3, 3, 2. 5, 4, 29; ἄγειν καὶ καίειν τὴν Βιθυνίδα Hell. 3, 2, 4; – Eur. verstärkt ἄγετε, φέρετε, ῥίπτετέ νιν Trcad. 769. Auch allein: mit Gewalt fortschleppen, ἀπὸ βρετέων Aesch. Suppl. 425, ἁρπάσας ἄξει Eur. I. A. 1365, δήσας ἄξει Heraclid. 861, wie Mel. 57 (VII, 119) u. Mesch. 1, 24; ἵππους αἰχμαλώτους καὶ ἄνδρας Xen. Cyr. 4, 3, 1, λείαν 5, 3, 1, χρήματα 1, 4, 19, u. pass. τῶν ἡμετέρων ἀγομένων 6, 1, 7; ἐξανδ' ραποδισάμενος ἦγε Plat. Legg. III, 698 c, δοῦλον XI, 914 e; δούλα ἄγομαι, als Sclavin werde ich fortgeschleppt, Eur. Troad. 140, vgl. 610; ebenso εἰς δουλείαν Aesch. 1, 62. 3, 157 (Ggstz: εἰς ἐλευθερίαν ἐξαιρεῖσθαι, Meier und Schöm. Att. Proc. p. 395); ἐξόρους ἄγειν, verbannen, Eur. Bacch. 51; ἄχθη ἀγόμενος Her. 6, 30, er wurde gefangen fortgeführt. Hieran reiht sich – 6) ἄγειν εἰς δικαστήριον, vor Gericht führen, schleppen, anklagen, Plat. Legg. XI, 928 b; εἰς την δίκην, sehr oft, εἰς δίκας Xen. Mem. 2, 9, 1, εἰς κρίσιν Plat. Legg. IX, 856 c, εἰς ἀγῶνα Eur. Bacch. 972, ἐπὶ τοὺς δικαστάς Plat. Legg. XII, 856 c, ἐπὶ τοὺς ἐφόρους Xen. Lac. 4, 6, παρὰ πολέμαρχον Hell. 5, 4, 8; ὑπὸ τὴν ψῆφον, dem Urtheil unterwerfen, Dem. 59, 126; Aesch. 3, 20; ähnlich ἐπὶ τὸ βῆμα ἄξειν καὶ ἀναγκάσ ειν ἀποκρίνασθαι 3, 55; ὑπὸ τοὺς νόμους Dem. 24, 131. Allgemeiner ἀμφισβήτημα ἄγειν πρὸς δικαστάς Plut. Sol. 18; pass. οὐκ ἀχθήσεται καὶ δίκας ὀφλήσει; Plat. Hipp. mai. 292 a, wird er nicht vor Gericht geführt werden? εἰς δεσμοὺς ἄγειν, ins Gefängniß, Eur. Bacch. 518; ἐπὶ θανάτῳ, zum Tode abführen, Xen. An. 1, 6, 10 Mem. 4, 4, 3. – 7) herbeiholen, ἄξει ἀμύντορας Od. 2, 326, ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον 14, 414, πάντας ἰὼν έτάρους ἀγέτω 3, 424; ἐκ Σαλαμῖνος Λέοντα Plat. Apol-32 d; πλοῖα Xen. An. 5, 1, 6, συμμάχους Cyr. 4, 5, 12. Ähnlich τὸ ἀνακρυπτόμενον εἰς φῶς ἄγειν Plat. Phaedr. 261 e u. öfter, ans Licht bringen, vgl. Pind. Ol. 5, 14 δᾶμον εἰς φάος; – λίθος δακτυλίους σιδ ηροῦς ἄγει, zieht das Eisen an, Plat. Ion. 533 d. – 8) ach ten, schätzen, wie ducere, anknüpfend an καίμευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί, meinen Ruhm hätten (mit sich geführt u.) verbreitet, Od. 5, 311; περὶ πλείστου ἦγον τὰ τοῦ θεοῦ πορσύνειν Her. 9, 7, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ αὐτὸν ἦγον 2, 172, οὐδαμοὺς μέζονας ὑμέων ἄγω 7, 150, 3, u. med. ἐν τιμῇ ἄγεσθαι 1, 134. 2, 83; ἐν τιμῇ ἄγειν u. ἐντίμως ἄγειν τι, Plat. Rep. VII, 538 e 528 c; Plut. Mar. 40; Luc. Necyom. 13; ἐν ἴσῃ τιμῇ ἄγω Gall. 5; τίμιον ἄγειν. 8, 81, διὰτιμῆς ἄγειν. Prom. 4 App. B. C. II, 20, alles: Jemanden ehren, in Ehren halten; ὧδέ πως τὴν σοφίαν ἄγουσι, sie urteilen so von der Weisheit, Plat. Theaet. 172 b; ὧδ' ἀνάνδρους ἄγεις Θήβας Eur. Bacch. 1035; ἄγοιμι ἂν θεούς Aesch. Suppl. 902; wie sonst νομίζω; θεὸν ἄγειν τινά Luc. Gall. 18; ὡς παρ' οὐδὲν ἄγ., für nichts achten, Soph. Ant. 34; ähnlich δυσφόρως τοὔνειδος ἦγον, wie mo-leste ferre, O. R. 784; pass. ἠγόμην μέγιστος, ich wurde geachtet, 774; πρόσθεν ἄγειν τί τινος Eur. Bacch. 225; vorziehen, Antiph. bei Harpocr. τοὺς νόμους μεγάλους ἄγοι, durch ἡγοῖτο erkl. Hierher gehört auch εἰς ἐθελοκάκησιν ἄγειν τι, es für absichtliche Beleidigung halten, Pol. 27, 13, 13; ταπεινῶς ἄγειν Athen. X, 393 f. vgl. IV, 153 a; θαυμαστὸν ἄγειν Ael. H. A. 10, 21. – 9) Dem Sinne nach schließt sich hieran, doch eigtl. von der Wagschaale entlehnt, die Schaale ziehen, d. i. wiegen, schwer sein (VLL. ἐπὶ τοῦ σταθμοῦ), τἀκπώματα ἦγε δύο δραχμάς Alexis Ath. XI, 503 a u. öfter; χρυσὶς ἑκάστη ἄγουσα μνᾶν, jede eine Mine schwer, Dem. 22, 26, ὅσον ἦγον αἱ φιάλαι 49, 32; auch wert sein: ὁ ἀκινάκης ἦγε τριακοσίους δαρεικούς 24, 129. Man vgl. Soph. El. 118 μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίῤῥοπον ἄχθος, ich kann nicht mehr dem Schmerz das Gleichgewicht halten (eigentl. die gleichwiegende Last ziehen). – 10) Von den vielfachen übrigen Verbindungen, in denen es meist einen dauernden Zustand (woran man irgend wie thätigen Anteil nimmt) hinbringen, durchführen, bedeutet, merke man noch: ἑορτὴν ἄγει ν, ein Fest feiern, Her. 1, 138 u. oft, Plat. Rep. I, 327 a, Xen. Cyr. 6, 2, 3; μυστήρια Hell. 1, 4, 8, Ἑρμαῖα Plat. Lys. 206 d, θιάσους Eur. Bacch. 115, ἀχθῆναι Διονὐσια Luc. Tim. 51, θυσίας Plat. Alc. II, 148 e, βουθυσίαν Ep. ad. 513 (VII, 119); wohin auch Hes. O. 768 zu ziehen, εὖτ' ἂν ἀληθείην λαοὶ κρίνοντες ἄγωσι, wo die Völker in Rechtsentscheidungen feiern; εἴσεται κατὰ σελήνην ὡς ἄγειν χρὴ τοῦ βίου τὰς ἡμέρας Ar. Nub. 616, wie man die Tage hinbringen, auf die Geschäfte verteilen muß; οἵαν ἡμέραν ἄγουσι Xen. Cyr. 7, 1, 7; den Tag zubringen, wie ποίας ἡμέρας με δοκεῖς ἄγειν Soph. El. 258; vgl. λυπηρὰν ἡμέραν ἄγ. Eur. Hec. 364 mit βίοτον ἡδέως ἄγ, Cycl. 452, αἰῶνα Ion. 638, μακάρεσσιν ἴσαν ἄγω ἁμέραν Theocr. 29, 7; ἄγει ἡ σελήνη νουμηνίαν Plut. Dio. 23; τὰς θέας ἄγειν, von Spielen, Brut. 21; οὕτω γὰρ ᾑγε τοὺς χρόνους τὸ Ἀχαιῶν ἔθνος, so rechnete die Zeit, Pol. 5, 1. Dah. zur Bestimmung des Lebensalters, τὸ δέκατον ἔτος ἄγειν, im zehnten Jahre stehen. Bestimmter σχολὴν ἄγειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Plat. Theaet. 172 b, Eur. Med. 1238 u. sonst; ebenso oft ἡσυχίαν, εἰρήνην, Friede halten, z. B. Xen. Cyr. 1, 4, 18 An. 2, 6, 4; πόλεμον, Krieg führen, Dem. 5, 19; νεῖκος ἄγει Pind. P. 9, 31, σπονδάς Thuc. 6, 7, ἐκεχειρίαν πρός τινα Luc. Tim. 3, εὐδαιμονίαν Eur. Hipp. 750, ἀσχολίαν Plat. Apol. 39 e, γέλων ἄγειν, Gespött treiben, Soph. Ai. 375; ὕπνον ἄγ., Schlaf bewirken, Phil. 634; ἄδειαν Dem. 19, 149, sorglos sein; πένθος Luc. Tim. 22; κτύπον, Geräusch machen, Eur. Or. 180. Bei Plat. Crit. 113 a ist εἰς τὴν ἡμετέραν φωνὴν ἄγειν = übersetzen. – Das partic. ἄγων steht in lebhafter Darstellung, schon bei Hom., oft scheinbar pleonastisch bei Zeitwörtern der Bewegung. – Med. für sich führen, mit bringen, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι Od. 10, 35; φορτία Xen. Oec. 8. 12; – γυναῖκα ἄγεσθαι, sich eine Frau heimführen, Her. 1, 34. 2, 47; auch vom Vater, der dem Sohne eine Frau zuführt, Od. 4, 10; Plut. Cat. mai. 34; auch ohne γυναῖκα, Her. 5. 92; Thuc. 8, 21. Das act. in derselben Bdtg hat Aesch. Prom. 558; etwas anders ἐπὶ γάμῳ τὴν βασιλέως θυγατέρα ἦγεν, er führte sie zur Hochzeit ab, Xen. An. 2, 4, 4; Ἑλένην εἰς θαλάμους Eur. Androm. 104, vgl. Herc. Fur. 12; Hes. Th-410; Plat. Legg. VI, 771 e; Plut. Sol. 20; Arr. 7, 4, 12; – δῶρον ἄγεσθαι, sich ein Geschenk zueignen, Theocr. 1, 11; – διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον, eine Rede im Munde führen, Il. 14, 91; – ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, etwas in die Hände nehmen, übernehmen, Her. 1, 126; στράτευμα, den Oberbefehl über das Heer, 7, 8; τὴν τελετήν, sich einweihen lassen, 4, 79; – κόλπος γῆς ἄγεται ist pass., es bildet sich ein Landzipfel, 4, 99. – Der imperat. ἄγε u. plur. ἄγετε wird adverb. bei Aufforderungen gebraucht, auf! wohlan! age! agite! der sing. steht auch in der Anrede an Mehrere, Odyss. 3, 475 παῖδες ἐμοί, ἄγε Τηλεμάχῳ καλλίτριχας ἵππους ζεύξαθ' ὑφ' ἅρματ' ἄγοντες; oft mit ἀλλά, Odyss. 8, 250 ἀλλ ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι, παίσατε, Iliad. 1, 62 ἀλλ' ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν, 2, 331 ἀλλ' ἄγε μίμνετε πάντες, ἐυκνήμιδες Ἀχαιοί; Odyss. 1, 76 ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες νόστον; – ἄγε δὴ ἀκούσατε ἄλλα Aesch. Pers. 136; Soph. Trach. 1245; Eur. Cycl. 623; Xen. Apol. 14; ἄγε παῖδες Plut. de san. tu. p. 404; ἄγετε τοίνυν καταλείπωμεν Xen. Cyr. 5, 3, 16.
French (Bailly abrégé)
f. ἄξω, ao.2 ἤγαγον, rar. ao. ἦξα, pf. ἦχα;
Pass. f. ἀχθήσομαι ou ἄξομαι, ao. ἤχθην, pf. ἦγμαι;
A. tr.
I. mener, conduire :
1 en gén. ἄγ. ὑποζύγια XÉN conduire des bêtes de somme ; βοῦν ἄγ. κεράων OD conduire un bœuf par les cornes ; ὁδὸς ἄγει εἰς SOPH la route conduit vers;
2 guider, acc.;
3 diriger, gouverner, commander : ἄγειν στρατιάν, ναῦς, στρατόν, diriger une expédition, une flotte, une armée ; πόλιν, τὴν πολιτείαν, gouverner une cité, l'État;
4 diriger, élever, former;
II. mener avec soi (amener, emmener) : κῆρυξ ἦλθεν ἄγων ἀοιδόν OD le héraut arriva amenant un aède ; ἄγ. τινὰ μεθ' ἑαυτοῦ XÉN amener qqn avec soi ; τοὺς θεράποντας ἄγων XÉN avec ses serviteurs;
III. mener jusqu'à, d'où
1 amener : εἰς τόπον ATT dans un lieu ; poét. avec l'acc. seul : ἄγ. οἴκους ESCHL ramener (des hommes) dans leurs foyers ; ὑπὸ ζυγὸν ἄγ. ἵππους IL amener des chevaux sous le joug ; ἄγ. εἰς δίκας ou εἰς τὴν δίκην, amener au tribunal, en justice ; avec un rég. de chose amener, apporter : ἄγ. δῶρα XÉN apporter des présents ; οἶνον νῆες ἄγουσι IL les navires apportent du vin ; νῆες πεζοὺς ἤγαγον ESCHL les navires amenèrent des combattants de pied ; fig. ἄγ. πῆμα IL amener, causer une douleur ; ἄγ. ὕπνον SOPH apporter, procurer le sommeil ; ἡ πεπρωμένη ἄγει θανεῖν EUR la destinée amène à mourir;
2 amener à soi, attirer ; en mauv. part attirer (dans un piège);
3 faire venir;
IV. emmener :
1 sans idée de violence ἄγ. γυναῖκα ESCHL emmener (chez soi) une femme (pour l'épouser);
2 avec idée de violence emporter, entraîner : ἄγ. λείαν XÉN emporter du butin ; ἵππους αἰχμάλώτους καὶ ἄδρας ἄγ. XÉN emmener prisonniers hommes et chevaux ; ἄγειν καὶ φέρειν, φέρειν καὶ ἄγειν, piller, dévaster ; φέρειν καὶ ἄγειν (mais non ἄγειν καὶ φέρειν) signifie qqf porter en même temps ou ensemble;
3 entraîner avec soi par son poids ; peser : ἄγ. μνᾶν, ἄγ. τριακοσίους δαρεικούς, peser une mine, 300 dariques ; fig. peser, évaluer, estimer, apprécier ; ἄγ. περὶ πλείστου avec inf. HDT attacher une extrême importance ; τιμιώτερον ἄγ. THC faire plus de cas de ; ὡς παρ' οὐδὲν ἄγ. SOPH ne faire aucun cas de ; ἐν οὐδεμιῇ μοίρη μεγάλη ἄγ. τινά HDT ne pas professer une grande estime pour qqn ; Pass. ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος SOPH je tenais le premier rang dans la cité;
V. mener en avant, pousser devant soi :
1 au propre ἄγ. τεῖχος THC construire un mur ; ἄγ. τάφρον PLUT creuser un fossé;
2 avec idée de temps ἡμέραν ἄγ. XÉN passer le jour ; p. anal. ἄγ. ἑορτήν HDT célébrer une fête ; ἄγ. εἰρήνην XÉN être en paix ; ἄγ. πόλεμον DÉM être en guerre ; ἄγ. εὐδαιμονίαν EUR être heureux ; ἄγ. γέλων SOPH être en train de rire;
3 maintenir, conserver : ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα DÉM il maintenait la Grèce libre ; conserver dans la mémoire : καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί OD et les Grecs conserveraient le souvenir de mon nom;
B. intr. se pousser en avant, s'avancer : καιρός ἐστιν ἄγ. ἐπὶ τοὺς πολεμίους XÉN il est temps de marcher à l'ennemi ; ἦγε ταχέως XÉN il s'avançait rapidement ; ταύτῃ ἄξει ὁ λόχος XÉN c'est par là que s'avancera la compagnie;
Moy. ἄγομαι (f. ἄξομαι, ao.2 ἠγαγόμην, pf. ἦγμαι);
1 mener (amener, emmener) pour soi, avec soi : χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγ. OD emporter dans son pays de l'or et de l'argent ; avec ou sans γυναῖκα, épouser une femme (litt. l'emmener chez soi);
2 entraîner par son poids ; peser, évaluer, estimer ; ἄγεσθαι ἐν τιμῇ HDT avoir en honneur;
3 amener, attirer à soi : ἄγεσθαί τινα σύμμαχον XÉN amener qqn dans son alliance ; ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας HDT prendre une entreprise en main, s'en charger;
4 mener en avant, pousser, produire au dehors ; διὰ στόμα μῦθον ἄγεσθαι IL litt. ouvrir la bouche et émettre un avis.
Étymologie: R. Ἀγ, mener ; cf. lat. ago.
Russian (Dvoretsky)
ἄγω: (impf. ἦγον - эп. ἄγον, fut. ἄξω - дор. ἀξῶ, aor. 1 ἦξα, aor. 2 ἤγαγον, pf. ἦχα, ppf. ἀγηόχει; pass.: fut. ἀχθήσομαι и ἄξομαι, aor. 1 ἤχθην - ион. ἄχθην, pf. ἦγμαι; adj. verb. ἀκτέον)
1 вести (βοῦν κεράων Hom.; ἵππον τῆς ἡνίας, τὸ στράτευμα τὴν ἐπὶ Μέγαρα (sc. ὁδόν) Xen.; τινὰ παρά τινα Plat.): ὁδὸς ἡ ἐπὶ τοῦτο ἄγουσα Plat. ведущая к этому дорога; σχιστὴ ὁδὸς ἐς ταὐτὸ ἄγει Soph. разошедшиеся дороги сходятся; ἄγομαι τάνδ᾽ ὁδόν Soph. я вынужден идти по этому пути;
2 гнать, изгонять (τινὰ ἔκ τινος Eur.);
3 предводительствовать, командовать, управлять, руководить (ἄρχειν καὶ ἄ. Plat.): τὰς Φοινίσσας ναῦς ἄξων Thuc. командуя финикийским флотом; τὴν πολιτείαν ἄ. Thuc. управлять государством; θεῶν ἀγόντων Soph. по воле богов; ἡ πεπρωμένη ἄγει θανεῖν τινα Eur. судьба определила кому-л. умереть; τοῖς ἔξωθεν λόγοις ἠγμένος Dem. руководствуясь посторонними соображениями;
4 привозить, приносить, доставлять (οἶνον Hom.; ἀγώγιμα Plat.): πλοῖα τὰ ἡμᾶς ἄξοντα Xen. суда для перевозки нас;
5 проводить, прокладывать (ὄγμον Theocr.; τάφρον Plut.): ἐπὶ τὸν τόπον τινὰ ἄ. ὕδωρ Plat. проводить воду в какое-л. место; γραμμὰς ἄ. μὴ ὡς ἂν ἀχθείησαν Arst. чертить линии не так, как они должны были бы быть начерчены; ἄξειν τὸ τεῖχος Thuc. построить стену; κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς ταύτης Her. поскольку эта область образует залив;
6 приводить, подводить, доводить: αὐτὴν ἐς θρόνον εἶσεν ἄγων Hom. он подвел ее и посадил в кресло; ἄγεσθαι γυναῖκα Her. приводить к себе жену, т. е. жениться; ἄγεσθαι κούρην υἱέϊ Hom. или τῷ παιδὶ γυναῖκα Her. женить сына; οὔτε ἐκδοῦναι οὐδ᾽ ἀγαγέσθαι παρά τινων Thuc. не выдавать замуж за кого-л. и не жениться (на их дочерях); τὸν υἱὸν ἧκεν ἄγων Xen. он прибыл с сыном; ἄ. τινὰ εἰς δίκας (εἰς τὴν δίκην) Xen. или εἰς δικαστήριον (εἰς κρίσιν, ἐπὶ τοὺς δικαστάς) Plat. приводить кого-л. на суд; ἐπειδάν σου ἐπιλαβόμενος ἄγῃ Plat. после того, как тебя схватят и приведут на суд; φόνου ἄγεσθαι Plut. быть преданным суду за убийство; ὑφ᾽ ἅρμα или ὑπὸ ζυγὸν ἵππους ἄ. Hom., Aesch. запрягать коней в колесницу; εἰς μέγαν φόβον ἄ. τινά Polyb. приводить кого-л. в ужас; εἰς οἶκτον ἄ. τινά Eur. внушать кому-л. сострадание; εἰς μνήμην ἄ. τι καὶ παράδοσιν τοῖς ἐπιγινομένοις Polyb. увековечивать что-л. в памяти потомства; εἰς φῶς ἄ. τι Plat. выводить на свет, перен. разоблачать что-л.;
7 уводить или уносить, угонять (ἵππους, αἰχμαλώτους καὶ ἄνδρας, λείαν Xen.): ἄ. εἰς δουλείαν Aeschin. уводить в рабство; ἄ. καὶ φέρειν Her., Xen. или φέρειν καὶ ἄ. Isocr., Xen. (τι и τινά) грабить, разорять, но тж. φέρειν καὶ ἄ. Xen., Plat. нести с собой; ἄγεσθαι, φέρεσθαι Eur. подвергаться (полному) разграблению; ἐς δεσμοὺς ἄ. τινά Eur. заключать в оковы (бросать в темницу) кого-л.;
8 вести (дела), делать, заниматься, производить: ἄ. πόλεμον Dem. вести войну; εἰρήνην ἄ. Xen., Plat. жить в мире; σχολὴν ἄ. Plat. пользоваться передышкой; ἀσχολίαν ἄ. Plat. быть занятым, заниматься делом; δεχημέρους σπονδὰς ἄ. πρός τινας Thuc. иметь десятидневное перемирие с кем-л.; γέλωθ᾽ ὑφ᾽ ἡδονῆς ἄ. Soph. смеяться от удовольствия; ἀληθὲς ἄ. τὸ πένθος Luc. испытывать неподдельную скорбь; πᾶσαν ἄδειαν ἄ. Dem. быть в полной безопасности; κτύπον ἄ. Eur. производить шум, шуметь; ἐλεύθερον ἄ. τινά Dem. охранять чью-л. свободу; κλέος τινὸς ἄ. Hom. прославлять кого-л.; εἰς τὴν φωνήν τινος ἄ. τι Plat. переводить что-л. на чей-л. язык; ἐς χεῖρας ἄγεσθαί τι Her. принимать что-л. на себя, браться за что-л.; μῦθόν τινα διὰ στόμα ἄγεσθαι Hom. говорить что-л.; ἀλήθειαν ἄ. Hes. говорить правду; ἡ σελήνη διχομηνίαν ἦγε Plut. было полнолуние;
9 считать, ставить, ценить (θεόν τινα Luc.): τὴν σοφίαν ἄ. (τι) Plat. считать что-л. мудростью; πρόσθεν ἄ. τινά τινος Eur. ставить кого-л. выше кого-л.; περὶ πλείστου ἄ. ποιεῖν τι Her. считать какое-л. дело самым важным; τὸ πρᾶγμ᾽ ἄ. οὐχ ὡς παρ᾽ οὐδέν Soph. придавать этому немалое значение; ἠγόμην ἀνὴρ μέγιστος Soph. я считался первым человеком; ἐν τιμῇ ἄγεσθαί τινα Her. почитать кого-л.; εἰς ἐθελοκάκησιν ἄ. τι Polyb. считать что-л. злонамеренным поступком;
10 притягивать, привлекать: ὁ Μαγνήσιος λίθος τοὺς δακτυλίους σιδηροῦς ἄγει Plat. магнит притягивает железные кольца; λόγῳ τινὶ ἄ. τινά Eur. завлекать кого-л. под каким-л. предлогом; ἄγεσθαί τινα σύμμαχον Xen. привлекать кого-л. к военному союзу с собой;
11 доставлять, причинять (πῆμά τινι Hom.): ὕπνον κἀνάπαυλαν ἄ. Soph. давать сон и отдых; ἄ. δάκρυ Eur. исторгать слезы, доводить до слез;
12 тянуть вниз, т. е. весить (τριακοσίους δαρεικούς Dem.): χρυσίδες, ἄγουσ᾽ ἑκάστη μνᾶν Dem. золотые сосуды, весом в мину каждый;
13 проводить (время), жить (ἡμέρας Soph.; βίοτον ἡδέως Eur.): κατὰ σελήνην ἄ. τοῦ βίου τὰς ἡμέρας Arph. вести счет дням по луне, т. е. пользоваться лунным календарем; οὕτως ἦγε τοὺς χρόνους τότε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνος Polyb. таково было тогда летосчисление у ахейского племени;
14 выращивать, воспитывать (παῖδας Luc.; σκύλακας Plut.): καλῶς ἀχθῆναι Plat. быть хорошо воспитанным; φαύλως ἠγμένος Dem. дурно воспитанный;
15 устраивать, справлять (ἑορτήν Hes., Xen., Plat.; θιάσους Eur.): ἀχθῆναι δεῖ τήμερον τὰ Διονύσια Luc. сегодня должны быть отпразднованы Дионисии;
16 (sc. στρατόν, ἑαυτόν и т. п.) идти, двигаться (ταύτῃ, sc. ὁδῷ, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen.): ἐπὶ τὸ ἄκρον τινὸς ἄ. Plat. доходить до высшей степени чего-л. - см. тж. ἄγε, ἄγετε.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγω: [ᾰ], Δωρ. γ΄ πληθ. ἄγοντι, Πινδ. Π. 7. 13· παρατ. ἦγον, Ἐπ. ἄγον, Ἰλ. Η. 312, γ΄ δυϊκ. ἀγέτην, Ὀδ. Γ. 439, Δωρ. ἆγον, Πινδ. Π. 9. 217, Ἰων. ἄγεσκον, Ἡρόδ. 1. 148, Ἀπολλ. Ρόδ.· μέλλ. ἄξω, Ἰλ. Α. 139, Σοφ., Πλάτ.· ἄλλὰ τὸ ἄξετε εὕρηται ὡς ἀόρ. προστ. παρ’ Ὁμήρῳ, Ἰλ. Γ. 105, Ω. 778, Ὀδ. Ξ. 414· οὕτως ἀπαρ. ἀξέμεναιέμεν, Ἰλ. Ψ. 50, 111· καὶ μέσ. ἄξεσθε, Θ. 505: ― ἀόρ. β΄ ἤγαγον, Ὅμ. καὶ Ἀττ: ― ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἦξα, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 432. 438, Βατρ. 115, 119· ἀλλ’ ὁ ἀόρ. α΄ εἶναι λίαν σπάνιος παρ’ Ἀττ., ἄξαι, Ἀντιφῶν, 134, 42, προσῆξαν, Θουκ. 2. 97· (ἀλλαχοῦ διωρθώθη τὸ μὲν ἐκ χειρογράφων, τὸ δὲ ἐκ τῶν συμφραζομένων, ἴδε ἐν λ. ἀπαΐσσω, προεξαΐσσω, συννάσσω, πρβλ. Λ. Δινδ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 20, Veitch, Ἑλλ. Ῥήματ. ἐν λέξει): ― πρκμ. ἦχα, Πολύβ. 3. 111, 3, (προ-) Δημ. 346. 24., 772. 5, (συν-) Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 8· μεταγεν. ἀγήοχα, Ἰώσηπ., κτλ., ὅπερ ἐπιτρέπεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων μόνον ἐν συνθέτοις· εἰσαγηοχότας, Ἐπιστ. Φιλίππ. παρὰ Δημ. 238. 28· καταγήοχεν (ἴδε ἐν λέξ. κατάγω) συναγήοχα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 10· τύπος τις ἀγήγοχα εὕρηται δὶς ἐν Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 1013. συναγάγοχα, Ἐπιγρ. Θηρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγραφ. 2448, ΙΙΙ 12· διαγεώχεα· αὐτ. (προσθήκ.) 4897d: ὑπερσυντ. ἀγηόχει, Πολύβ. 30. 4, 17, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθήκ.) 4897d: ― Μέσ., μέλλ. ἄξομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., Τραγ.· ἀόρ. β΄ ἠγαγόμην, Ὅμ. κλπ.· ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἀναύξητος ἀξάμην (ἐσ-) Ἡρόδ. 5. 34, πρβλ. 1. 190., 8. 20, 1· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Ἀττ: ― Παθ., μέλλ. ἀχθήσομαι, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Α, (προσ-) Θουκ. 4. 87, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἄξομαι, μετὰ παθ. σημασ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1632, Πλάτ. Πολ. 458D, (προσ-) Θουκ. 4. 115, κτλ.· ἀόρ. α΄ ἤχθην, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 10, Ἰων. ἄχθην, Ἡρόδ. 6. 30, 1· πρκμ. ἦγμαι, ὁ αὐτ. 2. 158, 2, Δημ. 170. 19· ὑπερσυντ. ἠγμένοι ἦσαν, Θουκ. 6. 100· ὡσαύτως, ἐν μέσ. σημασ., ἴδε κατωτέρω Β. 2: ― ῥημ. ἐπίθ. ἀκτέον, ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ ΑΓ παράγονται ὡσαύτως ἀγινέω, ἀγός, ἄκτωρ, ἡγέομαι, ἡγεμών, κτλ.· ὡς καὶ ἄγρα, ἀγρεύω, κτλ.· ἀγὼν (ἴδε σημασ. IV. 2.)· ὄγμος, καὶ ἴσως τὸ ἐπίρρ. ἄγαν: πρβλ. Σανσκρ. aǵ. aǵâmi (ago), aǵas (ἄκτωρ)· aǵmas (ὄγμος), âǵis (ἀγών), Ζενδ. az (ago), azra (ἄγρα).). Ι. ὁδηγῶ, φέρω, μεταφέρω, προσάγω, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ ἀντικειμένου ἐμψύχου, ἐπειδὴ ἐπὶ ἀψύχων κεῖται τὸ φέρω· δῶκε δ’ ἄγειν ἑτάροισι… γυναῖκα καὶ τρίποδα… φέρειν, Ἰλ. Ψ. 512· βοῦν δ’ ἀγέτην κεράων, ἐκ τῶν κεράτων, Ὀδ. Γ. 439· ἄγ. εἰς ἢ πρὸς τόπον, ἀλλὰ ποιητ. καὶ μετὰ αἰτιατ. τόπου, νόστοι δ’ ἐκ πολέμων ἀπόνους (τ.ἔ. ἄνδρας)... ἦγον οἴκους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 862. Ἅιδας... ἄγει Ἀχέροντος ἀκτάν, Σοφ. Ἀντ. 811· ἄγ. τινά τινι, ὁδηγῶ τινα πρὸς τινα, Ὀδ. Ξ. 386· ἵππον ὑφ’ ἅρματ’ ἄγ., Γ. 476, Αἰσχύλ. Πρ. Δεσμ. 465: ― Ἐκ τῶν συνήθων φράσεων ἄγειν στράτευμα, στρατόν, κτλ., κατήντησε τὸ ἄγειν νὰ λέγηται ἀμεταβάτως ἐπ’ αὐτῶν τῶν στρατιωτῶν, ταύτῃ... ἄξει ὁ λόχος, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 12, πρβλ. Ἑλλ. 4. 2, 19, καὶ ἴσως Θουκ. 5. 54: καὶ γενικώτερον, ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀγαγόντων ἑκατέρων, τεινόντων εἰς τὸ ἄκρον, Πλάτ. Νόμ. 701Ε· ἄγωμεν, ἂς ὑπάγωμεν, συχν. ἐν τῇ Κ.Δ., πρβλ. ἀκτέον. β) ἡ μετοχ. ἄγων κεῖται ἐπὶ γενικωτέρας σημασίας = λαβών, στῆσε δ’ ἄγων, Ἰλ. Β. 558, πρβλ. Ὀδ. Α. 130, ὅπερ ἑρμηνεύεται κάλλιον διὰ δύο ῥημάτων ἔλαβε καὶ ἔστησεν, ἐπῆρε καὶ ἔστησεν· ἴδε καὶ ἔχω Α. Ι. 6., φέρω Α. Χ. 2. 2) λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, παραλαμβάνω, ἑταίρους, Ὀδ. Κ. 405· τι, Ἰλ. Ο. 531. 3) ἀπάγω, ἀποκομίζω ὡς αἰχμαλώτους ἢ λείαν, Ἰλ. Α. 367, Ι. 594, Αἰσχύλ. Θ. 340, κτλ.· ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα, συνελήφθη καὶ ἤχθη... Ἡρόδ. 6. 30· ἀγόμενος, ὃ ἐ. δοῦλος, Ἀρχίλ. 155, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 140, Πλάτ. Νόμ. 914Ε· οὕτω Δίκην ἄγειν, ἀπάγειν βιαίως τὴν Δίκην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 218: ― ἐπὶ ὀρνιθοθήρα, φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει, Σοφ. Ἀντ. 343: ― μάλιστα δὲ ἐν τῇ φράσει ἄγειν καὶ φέρειν, λεηλατῶ χώραν τινὰ λαμβάνων πᾶν ὅ,τι ληπτὸν (ὅτε κυρίως τὸ μὲν φέρειν ἀναφέρεται εἰς πράγματα ἄψυχα, τὸ δὲ ἄγειν εἰς ἀνθρώπους καὶ κτήνη), πρῶτον ἐν Ἰλ. Ε. 484, οἷόν κ’ ἡὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν, πρβλ. Ψ. 512 κἑξ.· σπανιώτερον ἐν ἀνεστραμμένῃ τάξει τῶν λέξεων, φέρουσί τε καὶ ἄγουσι, Ἡρόδ. 1. 88, 1· ἔφερε καὶ ἦγε πάντας, ὁ αὐτ. 3. 39, 4· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τόπου, φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. agere et ferre Λίβ. 22. 3, κτλ.: ― ἀλλὰ φέρειν καὶ ἄγειν, ἐνίοτε σημαίνει ἁπλῶς φέρω καὶ μεταφέρω, συνάγω, Heind. Πλάτ. Φαῖδρ. 279C· τὴν ποίησιν φέρειν τε καὶ ἄγειν, ὅ ἐ. εἰσάγειν εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 817Α, πρβλ. Ξεν. Κυρ. 3. 3, 2, ὡς τὸ portari atque agi παρὰ Καίσ. Β. C. 2. 25· ἐν τῷ παθητ. ἀγόμεθα, φερόμεθα, Εὐρ. Τρῳ. 1310, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 241: ― Ἐν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 5, ὑπάρχει ὡσαύτως ἄγειν καὶ καίειν· πρβλ. φέρω, Α. VI. 2. 4) ἄγειν εἰς δίκην ἢ δικαστήριον, ἄγ. ἐπὶ τοὺς δικαστάς, σύρω τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, Λατ. rapere in jus, συχν. παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν ἀττ.· οὕτω, πρὸς τὴν δίκην ἄγειν, Εὐρ. Ἀποσπ. 1036· ὡσαύτως ἁπλῶς ἄγειν, Πλάτ. Νόμ. 914Ε, Γοργ. 527Α, κτλ.: ἰδίᾳ ἐν τῇ φράσει, ἐπὶ θανάτῳ ἄγ., Ξεν. Ἁν. 1. 6, 10, κτλ.· οὕτω, φόνου ἄγεσθαι, κατηγοροῦμαι ἐπὶ φόνῳ, Πλουτ. 2. 309Ε. 5) λαμβάνω καὶ κομίζω· ἄξεθ’ ὑῶν τὸν ἄριστον, Ὀδ. Ξ. 414· ἐντεῦθεν καὶ ἐπὶ πραγμάτων, φέρω εἰς, ἐνεργῶ εἰσαγωγήν, εἰσάγω, φέρω· οἶνον νῆες ἄγουσι, Ἰλ. Ι. 72. κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 1. 70· ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι (δηλ. σύν οἱ) Ὀδ. Ξ. 296. 6) ἐπιφέρω, ἐπάγω· πῆμα τόδ’ ἤγαγον Οὐρανίωνες, Ἰλ. Ω. 547· Ἰλίῳ φθοράν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 406· τερμίαν ἁμέραν, Σοφ. Ἀντ. 1330· ὕπνον, ὁ αὐτ. Φ. 638· χαράν, Εὐρ. Ἀποσπ. 174· δάκρυ, ὁ αὐτ. Ἄλκ. 1081. 7) σηκώνω, κρατῶ ὑψηλά· φελλοὶ δ’ ὥς, ἄγουσι δίκτυον, Αἰσχύλ. Χο. 506. ΙΙ. ἄγω εἴς τι μέρος, ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν δ’ ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε, Ἰλ. Ν. 602, καὶ ἀπολ., Β. 834· οἷ μ’ ἀτιμίας ἄγεις, Σοφ. Ἠλ. 1035· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ.· ἄγει θανεῖν, ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἑκ. 43: ― μ. συστοίχ. αἰτ.· ἄγομαι τὰν πυμάταν ὁδόν, (ὁ Γ. Δινδόρφιος γράφει ἔρχομαι), Σοφ. Ἀντ. 876· τὸ στράτευμα ἦγε τὴν ἐπὶ Μέγαρα, (ἐνν. ὁδόν), Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13· ὡσαύτως, ὁδὸς ἄγει, ἡ ὁδὸς ὁδηγεῖ, φέρει εἰς ἢ ἐπὶ τόπον, Σοφ. Ο. Τ. 734, Πλάτ. καὶ Ξεν. 2) μεταφ., ὁδηγῶ ὡς στρατηγός, Ἰλ. Κ. 79· ὣς ἄγε νεῖκος Ἀθήνη, Λ. 721· ἄγ. στρατιὰν ναῦς, κτλ., Θουκ. 7. 12., 8. 59, κτλ.: ― ὁδηγῶ, κατευθύνω, ὡς οἱ θεοί, κτλ. Πίνδ. Ἡρόδ. κτλ.· διὰ πόνων ἄγειν τινά, Εὐρ. Ἰ. Τ. 988· ἄγ. τὴν πολιτείαν, διευθύνω τὴν κυβέρνησιν αὐτῆς, Θουκ. 1, 127· ὧδε τὴν σοφίαν ἄγουσι, οὕτω μεταχειρίζονται τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Θεαίτ. 172Β· τὴν αὐτὴν αἵρεσιν ἀγ. τινί, πρεσβεύω τὰ αὐτά, οἷα καὶ… Πολύβ. 27. 13, 14: ― Παθ., ὁδηγοῦμαι, διευθύνομαι, λογισμῷ, Πλάτ. Πολ. 431C. 3) ἀνατρέφω, παιδεύω, ὀρθῶς, καλῶς ἢ κακῶς ἀχθῆναι, Πλάτ. Νόμ. 782D, κτλ. ΙΙΙ. ἄγω κατὰ μῆκος· τεῖχος ἄγειν, κατασκευάζω γραμμὴν τείχους, Θουκ. 6. 99· οὕτω· μέλαθρον εἰς ὀρόφους ἄγ., Ἀνθ. Π. 9. 649· ὄγμον ἄγειν, Θεόκρ. 10. 2, πρβλ. Θουκ. 6. 100: ― ἄγ. γραμμάς, σύρω γραμμάς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 6, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότερ. 1. 24, 2, κτλ: ― Παθ., ἦκται ἡ διῶρυξ, Ἡρ. 2. 158· κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς, ὅ ἐ. ἡ γῆ περικαμπτομένη ὥστε νὰ σχηματίζῃ κόλπον, 4. 99, πρβλ. ἐλαύνω ΙΙΙ. 2. IV. ἀναπολῶ, ἐνθυμοῦμαι, ἀναφέρω· καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί, Ὀδ. Ε. 311. 2) ὡς τὸ agere, τηρῶ, ἑορτάζω· ἑορτήν, τὰ Ὀλύμπια, κτλ., Ἡρόδ. 1. 147, 183· ἂν καὶ τοῦτο εἶναι συχνότερον παρὰ τοῖς Ἀττ. (διότι ὁ Ἡρόδ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μεταχειρίζεται τὸ ἀνάγειν)· ἄγ. θυσίαν, Ἰσοκρ. 386C, κτλ.· κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1592· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 99, Ἡσ. Ἀσπ. 480 ἄγ. ἑκατόμβην, εἶναι κυριολεκτικῶς εἰρημένον = ὁδηγῶ τὴν ἑκατόμβην (ἐπὶ τὴν θυσίαν). 3) ὡσαύτως, τηρῶ, φυλάττω, ἔχω· ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, Πινδ. Π. 6. 20· σπονδὰς ἄγ. πρός τινας, Θουκ. 6. 7· εἰρήνην, Πλάτ. Πολ. 465Β, κτλ.· συχν. μετ’ αἰτ., ὡς περίφρασις ἀντὶ οὐδετέρου ῥήματος (πρβλ. ἔχω Α. Ι. 8), νεῖκος ἄγειν = νεικεῖν, Πινδ. Π. 9. 54, πρβλ. ἀρετὴν ἄγ., ὁ αὐτ. Ι. 7. 31· σχολὴν ἄγειν, = σχολάζειν, Εὐρ. Μήδ. 1238, Πλάτ. Πολ. 376D· ἡσυχίαν ἄγ. = ἡσυχάζειν, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14· ἄγ. ἀπαστίαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 621· οὕτω, γέλωτ’ ἄγειν, ἐπὶ πολὺ γελῶ, ἐξακολουθῶ γελῶν, Σοφ. Αἴ. 382· ἄγ. κτύπον, Εὐρ. Ὀρ. 182. 4) φυλάττω, διατηρῶ· ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα, Δημ. 120. 17. 5) ἐπὶ χρόνου, διέρχομαι, ἀπήμαντον ἄγων βίοτον, Πινδ. Ο. 8. 115· ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ’ ἄγειν; Σοφ. Ἠλ. 266· ὁ βίος οὑμὸς ἑσπέραν ἄγει, Ἄλεξις ἐν «Τιτθῇ» 3· δέκατον ἔτος ἄγ., κτλ., decimum annum agere, Γαλην. V. ὡς τὸ ἡγέομαι, Λατ. ducere, νομίζω, λογίζομαι, θεωρῶ· ἐν τιμῇ ἄγειν ἢ ἄγεσθαι, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἄγ., περὶ πλείστου ἄγειν, Ἡρόδ. 1. 134., 2. 172., 9. 7, 1, κτλ· θεοὺς ἄγειν = πιστεύειν εἰς θεούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 924· δι’ αἰδοῦς, διὰ τιμῆς ἄγ. τινά, κτλ. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, 4, Λουκ. Προμ. 4, κτλ.· τἄμ’ ὁλωλόθ’ εὑρίσκων ἄγω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 918· τὸ πρᾶγμ’ ἄγειν... ὡς παρ’ οὐδέν, Σοφ. Ἀντ. 34· τὴν Ἀφροδίτην πρόσθ’ ἄγειν τοῦ Βακχίου, Εὐρ. Βάκχ. 225· τιμιώτερον ἄγ. τινά. Θουκ. 8.18: - ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., δυσφόρως ἄγ. = θεωρῶ τι ἀφόρητον, Σοφ. Ο. Τ. 784‧ οὕτως, ἐντίμως ἄγειν, Πλάτ. Πολ. 528C, κτλ. -Παθ., ἠγόμην δ’ ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος, Σοφ. Ο. Τ. 775, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 418. VI. ἔχω βάρος, ζυγίζω τόσον, ἄγειν μνᾶν, τρακοσίους δαρεικούς, κτλ., βαρύνω μίαν μνᾶν, 300 δαρεικούς, κτλ., Δημ. 617. 21., 741. 7, πρβλ. Φιλιππίδ. ἐν «Ἀργυρίου ἀφανισμῷ» 7, κτλ. ἄγειν πλέον, Ἀριστ. Προβλ., 23. 3, 2, ἔνθα ἡ αἰτ. σημαίνει τὸ βάρος, πρὸς τὸ ὁποῖον τὸ ζυγιζόμενον πρᾶγμα ἰσοστατεῖ, ἢ τὸ ὁποῖον ἕλκει διὰ τοῦ ἰδίου του βάρους πρὸς τὰ κάτω‧ ὡσαύτως, ἄγ. σταθμόν, Πλάτ. 2. 96C, πρβλ. ἕλκω, Α ΙΙ. 9. Καὶ ἴδε ἐν λέξ. ἀντίρροπος. VII. περὶ τοῦ ἄγε, ἄγετε ἴδε τὰς λέξεις. Β. Μέσ., ἀπάγω, ἀποκομίζω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ’ ἄγεσθαι, Ὀδ. Κ. 35: λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, παραλαμβάνω, Ζ. 58, συχν. παρ’ Ἀττ. 2) ἄγεσθαι γυναῖκα, Λατ. uxorem ducere, λαμβάνω δι’ ἐμαυτὸν γυναῖκα, σύζυγον, Ὀδ. Ξ. 211, Ἡσ.: - καὶ πλῆρες, ἄγ. γυναῖκα ἐς τὰ οἰκία, Ἡροδ. 1. 59, κτλ.‧ καὶ ἁπλῶς ἄγεσθαι, νυμφεύεσθαι, Ἱλ. Β. 659, Ἡρόδ. 2. 47, 1, κτλ., καὶ παρ’ Ἀττ., πρβλ. Elmsl. Εὐρ. Ἡρακλ. 880: - ὁ παθ. πρκμ. ἦγμαι, εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τοῦ μέσ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 14. 12. 1, πρβλ. προάγω, 1. 6. (ἐν Αἰσχ. Προ. 560 ὑπάρχει τό ἐνεργ. ἄγειν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας): Ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πατρὸς ἄγοντος γυναῖκα εἰς τὴν οἰκίαν διὰ τὸν ἑαυτοῦ υἱόν, Ὀδ. Δ. 10, Valck. Ἡρόδ. 1. 34‧ ἐπὶ ἀδελφοῦ ἄγοντος γυναῖκα διὰ τὸν ἀδελφόν του, Ὀδ. Ο. 238‧ καὶ ἐπὶ τῶν συγγενῶν τοῦ νυμφίου καὶ τῆς νύμφης, Ὀδ. Ζ. 28, Ἡσ. Ἀσπ. 274. 3) δῶρον ἄγεσθαι, λαμβάνω δῶρον δι’ ἐμαυτόν, Valck. Θεόκρ. 1. 11‧ διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον, ἐπιτρέπω νὰ διέλθῃ διὰ τοῦ στόματός μου, δηλ. προφέρω, λέγω λόγον, Ἱλ. Ξ. 91‧ ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, λαμβάνω τι εἰς τὰς χεῖράς μου, ὅθεν, ἀναλαμβάνω, ἐπειχειρῶ, Ἡρόδ. 1. 120., 4. 79.
English (Autenrieth)
fut. ἄξω, aor. ἦξα (imp. ἄξετε, inf. ἀξέμεν, ἀξέμεναι), mid. ἠξάμην (ἄξεσθε, ἄξοντο), more common 2 aor. act. ἤγαγον, subj. ἀγάγωμι, mid. ἠγαγόμην (also unaugmented): I. act., lead, conduct, bring, Od. 17.218 (‘brings like to like,’ ὡς is prep.), 219; βοῦν, ἵππους ὑπὸ ξυγόν, ὑφ' ἅρματα, ‘put to harness’; bring or carry with one, especially of booty and prisoners, lead captive, carry off, thus joined w. φέρω, Il. 5.484; hence ‘transport,’ ‘convey,’ with persons or things as subj., ναῦται, νῆες; ‘remove,’ νεκρόν, κόπρον; ‘guide,’ ‘control,’ Il. 11.721, Il. 21.262; esp. an army, ships, etc., Il. 2.580, 631, 557. Met. ‘bring to pass,’ ‘occasion,’ Il. 24.547, ‘spread abroad,’ κλέος, Od. 5.311. The part. ἄγων is often added to a verb by way of amplification, Od. 1.130, Il. 2.558.—II. Mid., take with or to one what one regards as his own, Il. 3.72, Od. 6.58, prizes, captives, etc.; esp. γυναῖκα, ‘lead home,’ ‘take to wife,’ said of the bridegroom, and also of those who give in marriage, or who accompany the bride, Od. 6.28.
English (Slater)
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v.l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)
1
a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) (O. 1.46) μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ (O. 3.29) ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (O. 5.14) ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (O. 7.49) δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας (O. 13.29) “τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) (P. 4.56) “δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” (P. 4.161) τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος (P. 4.227) οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν (P. 5.27) ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς (P. 5.87) νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον (P. 9.123) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων (P. 12.12) ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων (N. 7.41) καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (N. 9.18) ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) (I. 6.28) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες (Pae. 1.8) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.103) ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (Pae. 15.3) (Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.
b drive τὸν (θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι (P. 6.13) ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) (P. 5.36)
c bestow αἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων (O. 2.10) ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον (O. 2.51) ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν (O. 8.87) κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν (P. 3.73) ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν (P. 5.66) Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.6) ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.62) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι) ἡμιθέων πλόος γαγεν (P. 4.211)
d med. take away “ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” (P. 4.230)
2
a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος (ποίνιμος coni. Spiegel.) ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (P. 2.17) οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν (P. 5.76) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι (P. 7.13) Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως (P. 10.66) καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα (N. 11.42) Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.
b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold (P. 6.20) (β) employ νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει (P. 6.47) ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) (I. 7.22) (γ) wage, carry on “οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” (P. 9.31)
c in tmesis ἐπάγω (O. 2.37) ἀνάγω (I. 6.62)
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3.
English (Abbott-Smith)
ἄγω, [in LXX for בּוא hi., לקח, נהג, etc.;]
1.to lead, bring, carry: c. ace, seq. ἐπί, εἰς, ἕως, πρός and simple dat.; metaph., to lead, guide, impel: Jo 10:16 Ro 2:4, He 2:10, II Ti 3:6, al.
2.to spend or keep a day: Lk 24:21, Ac 19:38
3.Intrans., to go: subjunc., ἄγωμεν, Mt 2:46, al. (Cramer, 61; MM, VGT, s.v.).
English (Strong)
a primary verb; properly, to lead; by implication, to bring, drive, (reflexively) go, (specially) pass (time), or (figuratively) induce: be, bring (forth), carry, (let) go, keep, lead away, be open.
English (Thayer)
imperfect ἦγον; future ἄξω; 2nd aorist ἤγαγον, infinitive ἀγαγεῖν (more rarely 1st aorist ᾖξα, in ἐπάγω ά᾿γομαι; imperfect ἠγόμην; 1st aorist ἤχθην; 1future ἀχθήσομαι; (from Homer down); to drive, lead.
1. properly (A. V. ordinarily, to bring);
a. to lead by laying hold of, and in this way to bring to the point of destination: of an animal, T Tr WH φέρουσιν); (τινα followed by εἰς with the accusative of place, ἤγαγον καί εἰσήγαγον, R G); Rec.; ἐπί with the accusative, ἕως, πρός τινα, to persons, Luke (Rec.).
b. to lead by accompanying to (into) any place: εἰς, ἕως, πρός τινα, to persons, Winer's Grammar, 214 (201) at length (cf. Buttmann, 284 (244)) (ἄγειν αὐτούς αὐτῷ).
c. to lead with oneself, attach to oneself as an attendant: τινα, Josephus, Antiquities 10,9, 6 ἀπῆρεν εἰς τήν Αἴγυπτον ἀγών καί Ιερεμιαν). Some refer ἄγοντες Μνάσωνα παρ' ᾧ ξενισθῶμεν, but incorrectly, see Winer's Grammar (and Buttmann) as above.
d. to conduct, bring: τινα (πῶλον, T Tr WH φέρετε); (τινα τίνι or τί τίνι, G L T Tr WH.
e. to lead away, to a court of justice, magistrate, etc.: simply, ἐπί with the accusative, T Tr WH ἀπαγομένους; (πρός with the accusative, L T Tr WH); to punishment: simply (R καί ἀπήγαγον, which L T Tr WH have expunged); with the telic infinitive, ἵνα, ἐπί σφαγήν, ἐπί θανάτῳ, Xenophon, mem. 4,4, 3; an. 1,6, 10).
2. tropically,
a. to lead, guide, direct: εἰς μετάνοιαν, to lead through, conduct, to something, become the author of good or of evil to some one: εἰς δόξαν, εἰς (others, ἐπί) καλοκἀγαθίαν, Xenophon, mem. 1,6, 14; εἰς δουλείαν, Demosthenes, p. 213,28).
c. to more, impel, of forces and influences affecting the mind: ἐν τῇ ἐρήμῳ (with L text T Tr WH)); πνεύματι Θεοῦ ἄγεσθαι, ἐπιθυμίαις, urged on by blind impulse, impelled by Satan's influence be preferable, cf. Buttmann, 383 f (328f)).
3. to pass a day, keep or celebrate a feast, etc.: τρίτην ἡμέραν ἄγει namely, ὁ Ἰσραήλ, αὐτός or ὁ Ἰησοῦς; still others take ἄγει as impersonal, one passes, Vulg. tertia dies est; see Buttmann, 134 (118)); γενεσίων ἀγομένων, R G; ἀγοραῖοι (which see, 2), ἄγω, 3), in Herodotus and Attic writers.
4. intransitive, to go, depart (Winer's Grammar, § 38,1, p. 251 (236); (Buttmann, 144 (126))): ἄγωμεν let us go, πρός τινα, εἰς with the accusative of place, Epictetus diss. 3,22, 55 ἄγωμεν, ἐπί τόν ἀνθύπατον); (followed by ἵνα, ἀνάγω, ἐπανάγω, ἀπάγω, συναπάγω, διάγω, εἰσάγω, παρεισάγω, ἐξάγω, ἐπάγω, κατάγω, μετάγω παράγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, συνάγω, ἐπισυνάγω, ὑπάγω. Synonym: cf. Schmidt, chapter 105.)
Greek Monotonic
ἄγω: [ᾰ], παρατ. ἦγον, Επικ. ἄγον, γʹ δυϊκ. ἀγέτην, Δωρ. ἆγον, Ιων. ἄγεσκον· μέλ. ἄξω, Επικ. απαρ. ἀξέμεναι, -έμεν· αόρ. βʹ ἤγᾰγον, ο αόρ. αʹ ἦξα είναι σπάνιος· παρακ. ἦχα, αναδιπλ. ἀγήοχα — Παθ., μέλ. ἀχθήσομαι, επίσης Μέσ. ἄξομαι με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἤχθην, Ιων. ἄχθην, παρακ. ἦγμαι·
Α. I. 1. α) οδηγώ ή μεταφέρω, κουβαλώ, κομίζω, φέρνω, λέγεται για έμψυχο αντικ., ενώ το φέρω χρησιμοποιείται για άψυχο· δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι γυναῖκα καὶ τρίποδα φέρειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγω εἰς ή πρὸς τόπον· ποιητ. επίσης με αιτ. τόπου, ἄγει Ἀχέροντος ἀκτάν, σε Σοφ. β) αμτβ., για στρατιώτες, προελαύνω, σε Ξεν. κ.λπ.· ομοίως και· ἄγωμεν, ας πάμε, ας πηγαίνουμε, σε Καινή Διαθήκη γ) η μτχ. ἄγων χρησιμοποιείται με γενικότερη, ευρύτερη σημασία, αυτός που λαμβάνει, που παίρνει· στῆσε δ' ἄγων, όπου πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για απόδοση της ερμηνείας δύο ρήματα: πήρε κι έστησε, σε Όμηρ.
2. παίρνω μαζί μου, παραλαμβάνω· ἑταίρους, στον ίδ.
3. παίρνω, λαμβάνω ως αιχμαλώτους ή λεία, στον ίδ. κ.λπ.· κυρίως στη φράση ἄγεινκαὶ φέρειν, λεηλατώ μια χώρα αρπάζοντας οτιδήποτε μπορεί να αφαιρεθεί (όπου το φέρειν αναφέρεται σε άψυχα πράγματα, ενώ το ἄγειν σε πρόσωπα και ζώα)· έπειτα με αιτ. τόπου, φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα, λεηλατώντας όλη τη Βιθυνία, σε Ξεν.· στην Παθ., ἀγόμεθα, φερόμεθα, σε Ευρ.
4. ἄγειν εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἄγειν ἐπὶ τοὺς δικαστάς, οδηγώ, σύρω κάποιον στο δικαστήριο, Λατ. rapere in jus, σε Αττ.· ομοίως και μόνο του το ἄγειν, σε Πλάτ.
5. πηγαίνω και φέρνω, βγάζω, κομίζω· ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται και για πράγματα, προϊόντα, φέρνω μέσα, κάνω εισαγωγή, εισάγω· οἶνον νῆες ἄγουσι, σε Ομήρ. Ιλ.
6. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ· πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες, στο ίδ.· Ἰλίῳ φθοράν, σε Αισχύλ.
7. σηκώνω, κρατώ ψηλά· φελλοὶ δ' ὥς, ἄγουσι δίκτυον, στον ίδ.
II. 1. οδηγώ προς ένα σημείο, οδηγώ προς έναν δρόμο, οδηγώ προς τα εμπρός· τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με απαρ.: ἄγει θανεῖν, οδηγεί στο θάνατο, σε Ευρ.· ὁδὸς ἄγει, ο δρόμος οδηγεί, εἰς ή ἐπὶ τόπον, σε Σοφ., Πλάτ.
2. μεταφ. οδηγώ, καθοδηγώ ως στρατηγός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγω στρατιάν, ναῦς κ.λπ., σε Θουκ.· ἄγω τὴν πολιτείαν, έχω την αρχηγία της διακυβέρνησής της, στον ίδ.
3. ανατρέφω, εξασκώ, εκπαιδεύω, σε Πλάτ.
III. τραβώ κάτι, τεντώνω κατά μήκος· τεῖχος ἄγειν, κατασκευάζω γραμμή τείχους, Λατ. ducere, σε Θουκ. — Παθ., ἦκται ἡ διῶρυξ, σε Ηρόδ.· κόλπου ἀγομένου, σχηματίζοντας έναν κόλπο, στον ίδ. IV.1. θυμάμαι, αναπολώ· καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί, σε Ομήρ. Οδ.
2. όπως το agere, τηρώ, πανηγυρίζω, γιορτάζω· ἑορτήν, τὰ Ὀλύμπια, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. επίσης, τηρώ, φυλάω, κρατώ, συμφωνώ· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ.· εἰρήνην, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., ως περίφραση στη θέση ρήματος· σχολὴν ἄγειν = σχολάζειν, σε Ευρ.· ἡσυχίαν ἄγειν = ἡσυχάζειν, σε Ξεν.
4. φυλάω, διατηρώ· ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα, σε Δημ.
5. λέγεται για τον χρόνο, περνώ, διέρχομαι· ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; σε Σοφ.
V. όπως το ἡγέομαι, Λατ. ducere, θεωρώ, κρίνω, εκτιμώ· ἐν τιμῇ ἄγειν, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ, περὶ πλείστου ἄγειν, σε Ηρόδ.· θεοὺς ἄγειν, πιστεύω στους θεούς, σε Αισχύλ.· τιμιώτερον ἄγειν τινά, σε Θουκ.· ομοίως και με επίρρ., δυσφόρως ἄγειν, θεωρώ κάτι αφόρητο, σε Σοφ.· ἐντίμως ἄγειν, σε Πλάτ.
VI. ζυγίζω τόσο· ἄγειν μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, ζυγίζω μία μνα, έχω βάρος τριακόσιους δαρεικούς, σε Δημ., όπου η αιτ. σημαίνει το βάρος που ζυγίζει το αντικείμενο όταν ζυγοσταθμίζεται ή όταν το έλκει προς τα κάτω το ίδιο του το βάρος· πρβλ. ἕλκω.
VII. για τα ἄγε, ἄγετε, βλ. αυτ. Β. Μέσ., ἄγομαι,
1. παίρνω για τον εαυτό μου, παραλαμβάνω, παίρνω μαζί μου· χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. ἄγεσθαι γυναῖκα, Λατ. uxorem ducere, παίρνω σύζυγο, στο ίδ.· και πλήρες· ἄγεσθαι γυναῖκα ἐς τὰ οἰκία, σε Ηρόδ.· και απλώς ἄγεσθαι, νυμφεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για τον πατέρα που φέρνει σύζυγο, νύφη για το γιο του, σε Ομήρ. Οδ.
3. διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον, επιτρέπω να περάσει μέσα απ' το στόμα μου, δηλ. προφέρω, εκφράζω λόγο, σε Ομήρ. Ιλ.
4. ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, παίρνω κάτι στα χέρια μου, και ομοίως· αναλαμβάνω, επιχειρώ, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: lead (Il.).
Other forms: aor. ἤγαγον, pf. ἦχα (Att.); Dor. ἀγήγοχα whence ἀγήοχα, ἀγέωχα.
Dialectal forms: Myc. ake /agei/
Derivatives: στρατηγός, s. Szemerényi JHS 78, 1958, 148; ἀγών, -ῶνος m. assembly (to see games) (Il.); ἀγέλη; ἀγωγός m. leader (ion. att.), ἀγωγή carrying away (Ion.-Att.), formation unclear. - Unclear ἀγινέμεναι, ἀγινέω (Il.), Schwyzer 696; s. also Chantraine Étrennes Benveniste 14f., Aetol. ἀγνέω.
Origin: IE [Indo-European] [4] *h₂eǵ-
Etymology: Skt. ájati, Av. azaiti, Arm. acem, Lat. ago, OIr. -aig, OIc. aka, Toch. ak- (B also ak-) lead. Orig. only present, Specht KZ 63, 225, 270 (aor. and fut. ἤλασα, ἐλάω).
See also: ἀγρός, ἄξιος, ἄξων, ὄγμος (*h₂oǵ-), ὤγανον. Not here ἄγυια.
Middle Liddell
[on the augment in the Doric form ἆγον, see Chantraine, MHG, 311.]
I. to lead or carry, to convey, bring, with living creatures as the object, φέρω being used of things, δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι γυναῖκα, καὶ τρίποδα φέρειν Il. (v. infr. 3); ἄγ. εἰς or πρὸς τόπον; poet. also c. acc. loci, ἄγει Ἀχέροντος ἀκτάν Soph.
b. intr. of soldiers, to march, Xen., etc.; so, ἄγωμεν let us go, NTest.
c. part. ἄγων is used in sense, taking, στῆσε δ' ἄγων, where we should use two Verbs, took and placed, Hom.
2. to take with one, ἑταίρους Hom.
3. to carry off as captives or booty, Hom., etc.; mostly in phrase ἄγειν καὶ φέρειν to sweep a country of all its plunder (where φέρειν refers to things, ἄγειν to men and cattle); then c. acc. loci, φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα plundering all Bithynia, Xen.; in Pass., ἀγόμεθα, φερόμεθα Eur.
4. ἄγειν εἰς δίκην or δικαστήριον, ἄγ. ἐπὶ τοὺς δικαστάς to carry one before a court of justice, Lat. rapere in jus, Attic; so, simply ἄγειν, Plat.
5. to fetch, ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον Od.: of things, to bring in, import, οἶνον νῆες ἄγουσι Il.
6. to draw on, bring on, πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες Il.; Ἰλίῳ φθοράν Aesch.
7. to bear up, φελλοὶ δ' ὥς, ἄγουσι δίκτυον Aesch.
II. to lead towards a point, lead on, τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε Il.; also, c. inf., ἄγει θανεῖν leads to death, Eur.: —ὁδὸς ἄγει the road leads, εἰς or ἐπὶ τόπον Soph., Plat.
2. metaph. to lead, as a general, Il.; ἄγ. στρατιάν, ναῦς, etc., Thuc.; ἄγ. τὴν πολιτείαν to conduct the government, Thuc.
3. to bring up, train, educate, Plat.
III. to draw out in length, τεῖχος ἄγειν to draw a line of wall, Lat. ducere, Thuc.:— Pass., ἦκται ἡ διῶρυξ Hdt.; κόλπου ἀγομένου a bay being formed, Hdt.
IV. to keep in memory, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί Od.
2. like agere, to hold, celebrate, ἑορτήν, τὰ Ὀλύμπια Hdt., etc.
3. also to hold, keep, observe, σπονδὰς ἄγ. πρός τινας Thuc.; εἰρήνην Plat.: often c. acc., as periphrasis for a Verb, σχολὴν ἄγειν = σχολάζειν, Eur.; ἡσυχίαν ἄγ. = ἡσυχάζειν, Xen.
4. to keep, maintain, ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα Dem.
5. of time, to pass, ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; Soph.
V. like ἡγέομαι, Lat. ducere, to hold, account, reckon, ἐν τιμῇ ἄγειν, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ, περὶ πλείστου ἄγειν Hdt.; θεοὺς ἄγειν to believe in gods, Aesch.; τιμιώτερον ἀγ. τινά Thuc.: —so with Adverbs, δυσφόρως ἄγ. to think insufferable, Soph.; ἐντίμως ἄγειν Plat.
VI. to weigh so much, ἄγειν μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς to weigh a mina, 300 darics, Dem., where the acc. is the weight which the thing weighs or draws down: cf. ἕλκω.
VII. on ἄγε, ἄγετε, v. sub vocc.
B. Mid. ἄγομαι, to carry away for oneself, take with one, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι Od.
2. ἄγεσθαι γυναῖκα, Lat. uxorem ducere, to take to oneself a wife, Od.; in full, ἄγ. γυναῖκα ἐς τὰ οἰκία Hdt.; and simply ἄγεσθαι, to marry, Il., etc.;—also of the father, to bring home a wife for his son, Od.
3. διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον to let pass through the mouth, i. e. to utter, Il.
4. ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας to take a thing into one's hands, and so to undertake, Hdt.
Frisk Etymology German
ἄγω: ἀγωγή {ágō}
Grammar: v.
Meaning: ‘treiben, leiten, führen; ziehen, gehen’.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, z. T. altererbt (s. unten), und Zusammensetzungen (ἀπ-, εἰσ-, ἐξ-, κατ- usw.). ἀγός Anführer (poet. seit Il.), der Form nach mit aind. ajá- Treiber identisch, aber trotzdem vielleicht griech. Parallelschöpfung, aus Zusammenbildungen wie στρατηγός (darüber Sommer Zum Zahlwort 12 A. 1) herausgelöst. — ἀγή Transport (Chios), wohl auch im Sinn von Lauf, Windung (Arat.); s. ἄγνυμι. — ἀγών, -ῶνος m. Versammlung, Wettkampf (Il. usw.) mit ἀγώνιος, ἀγωνία, ἀγωνιάω, ἀγωνιάτης; ἀγωνίζομαι, wovon ferner ἀγώνισις, ἀγώνισμα, ἀγωνιστής, ἀγωνιστικός u. a., vgl. Röttger Substantivbildung 51. — ἄκτωρ, -ορος Führer (A.), auch EN (Il. usw.), lat. actor wohl davon unabhängig gebildet. — ἄγμα· κλέμμα H. — Reduplizierte Nomina: ἀγωγός m. Führer, führend (ion. att.), ἀγωγή Führung (ion. att.) mit ἀγωγεύς, ἀγώγιμος, ἀγώγιον, ἀγωγαῖος, ἀγωγικά. — Über -αγέτης in Zusammenbildungen (ἀρχηγέτης usw.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 59ff., Sommer Zum Zahlwort 11f. — Mit Ablaut wahrscheinlich ὤγανον Speiche (Frisk Indogermanica 17f.). — Vgl. noch ἄγυια, ἄξιος, ἄξων, ἀγέλη, ὄγμος; auch ἀγρός. — Eine Weiterbildung von ἄγω ist ἀγινέμεναι, ἀγινέω (ep. ion.), fast nur im Präsens, Bildungsweise unklar, vgl. Brugmann-Thumb 340, Schwyzer 696; s. auch Chantraine Étrennes Benveniste 14f. Daneben dor. ätol. ἀγνέω.
Etymology: ἄγω ist ein altes thematisches Präsens mit genauen Entsprechungen in aind. ájati, aw. azaiti, arm. acem, lat. ago, air. -aig, awno. aka (nur intr. fahren, reisen), toch. āk- (B auch ăk-) führen. Das Verb war vielleicht ursprünglich nur im Präsens vorhanden, Specht KZ 63, 225 und 270 (Aor. u. Fut. ἤλασα, ἐλάω); gegen diese Suppletivtheorie wendet sich Bloch Suppl. Verba 14ff.
Page 1,18
Chinese
原文音譯:¥ge 阿給
詞類次數:動詞(2)
原文字根:帶領
字義溯源:帶領,來罷,嗐;這字是(ἄγω)*=帶領)的祈使式。和合本譯為:嗐,本書譯為:來罷!
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 嗐!(1) 雅5:1;
2) 來罷!(1) 雅4:13
原文音譯:¥gw 阿哥
詞類次數:動詞(71)
原文字根:帶領 相當於: (בֹּוא / לָבֹא) (הָלַךְ) (נָהַג) (נָחָה) (נָסַע)
字義溯源:帶領*,引領,帶來,領來,領出來,提出來,耗費,守住,推動,帶,領,領去,帶去。帶到,帶進,解去,引導,引誘,拉,拉去,牽來,牽到,送到,解,至,引,往,走,去。這字有廣泛的應用,多使用在四福音和行傳中;保羅使用這字說,受神的靈引導的,都是神的兒子( 羅8:14),信徒的生活,若受聖靈的帶領和引導,就能結出聖靈的果子來( 加5:18,22)
同源字:1) (ἄγω)帶領 2) (ἄγω)帶領 3) (ἀγωνίζομαι)努力 4) (ἀνάγω)引到 5) (ἀπάγω)除去,帶去 6) (διάγω)經過 7) (δουλαγωγέω)奴隸監工,奴役 8) (εἰσάγω)引入 9) (ἐκδιηγέομαι)消耗 10) (ἐξάγω)引領向前 11) (ἐξηγέομαι)引出,詳述 12) (ἐπάγω)導入,引起 13) (ἐπανάγω)領離,引回 14) (ἡγεμών)領導者 15) (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)領導 16) (καθηγητής)嚮導 17) (κατάγω)引到,帶下 18) (μετάγω)從事領導,調動 19) (ναυαγέω)船被破毀 20) (παράγω)領近,帶過去 21) (παρεισάγω)從旁引進 22) (περιάγω)走遍 23) (προάγω)引領向前 24) (προηγέομαι)為別人引路,寧願 25) (προσάγω / προσανέχω / προσαχέω)向⋯帶領 26) (προσαγωγή)准許進入 27) (συνάγω)共同⋯帶領 28) (συναπάγω)一同離開 29) (ὑπάγω)被帶去 30) (χαλιναγωγέω / χαλινόω)作馴馬師
同義字:1) (ἄγω)帶領 2) (ἀνάγω)引到 3) (ἀπάγω)除去,帶去 4) (ἀποφέρω)帶走 5) (διδῶ / δίδωμι)給 6) (δωρέομαι)賜給 7) (ἐπιφέρω)加給 8) (ἐπιχορηγέω)充足供給 9) (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)領導 10) (κατευθύνω)完成的修直,引領 11) (κομίζω)供給 12) (ὁδηγέω)指引道路 13) (παρέχω)提供 14) (πλέω)航行 15) (προσάγω / προσανέχω / προσαχέω)向⋯帶領 16) (προστίθημι)增添 17) (προσφέρω)引到 18) (φέρω)負擔,攜帶
出現次數:總共(66);太(4);可(3);路(13);約(13);徒(25);羅(2);林前(1);加(1);帖前(1);提後(2);來(1)
譯字彙編:
1) 帶(11) 路10:34; 約18:13; 約19:13; 徒6:12; 徒9:21; 徒11:26; 徒17:15; 徒17:19; 徒21:34; 徒22:5; 徒23:31;
2) 領(4) 路18:40; 徒23:18; 徒23:18; 羅2:4;
3) 帶來(3) 路23:32; 徒5:26; 帖前4:14;
4) 他們⋯帶(2) 路4:29; 約9:13;
5) 我們⋯去罷(2) 約11:7; 約11:15;
6) 提上來(2) 徒25:6; 徒25:17;
7) 我們走罷(2) 太26:46; 可14:42;
8) 他們⋯牽(1) 路19:35;
9) 你們⋯帶來(1) 約7:45;
10) 可以⋯牽來(1) 路19:30;
11) 領⋯出來(1) 約10:16;
12) 拉到⋯來(1) 路19:27;
13) 他們⋯拉去(1) 可13:11;
14) 我們可以往⋯去(1) 可1:38;
15) 他⋯領(1) 路4:9;
16) 他⋯被牽(1) 徒8:32;
17) 你們⋯被牽引(1) 林前12:2;
18) 你們⋯引導(1) 加5:18;
19) 被⋯引誘的(1) 提後3:6;
20) 要帶⋯來(1) 提後4:11;
21) 帶到⋯那裏(1) 徒21:16;
22) 他們⋯帶來(1) 徒20:12;
23) 他們⋯解(1) 約18:28;
24) 他們牽了⋯來(1) 太21:7;
25) 可以⋯帶(1) 徒9:2;
26) 我們⋯走罷(1) 約14:31;
27) 就被帶來(1) 徒25:23;
28) 至(1) 路24:21;
29) 他領(1) 約1:42;
30) 帶著(1) 約8:3;
31) 去(1) 約11:16;
32) 解(1) 路23:1;
33) 住(1) 路22:54;
34) 牽來(1) 太21:2;
35) 引(1) 路4:1;
36) 都被帶(1) 路4:40;
37) 我帶(1) 約19:4;
38) 提出來(1) 徒5:21;
39) 帶進(1) 徒23:10;
40) 被送到(1) 太10:18;
41) 引導的(1) 羅8:14;
42) 可到(1) 徒19:38;
43) 你們帶來(1) 徒19:37;
44) 帶到了(1) 徒5:27;
45) 領去(1) 徒9:27;
46) 拉(1) 徒18:12;
47) 要帶領(1) 來2:10
English (Woodhouse)
celebrate, conduct, consider, deem, draw, drive, fetch, hold, keep, lead, pillage, plunder, run, spend, tend, trace, bring, carry, guide a person, pass time, pass
Mantoulidis Etymological
(=ὁδηγῶ, μεταφέρω). Ἀπό τή ρίζα αγἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀγυιά (=ὁδός), ἀγωγή, ἀπαγωγή, συναγωγή, ἐπαγωγή, παραγωγή, διαγωγή, μεταγωγή, ἀγωγός, λαφυραγωγός, παιδαγωγός, ὀχηματαγωγόν, ὑδραγωγεῖον, ἀγώγιον (=φορτίο), καταγώγιον, ἀγώγιμος, ἀγωγεύς, ἄγημα, ἀγέλη, ἀνάγωγος, ἀγών (=συνέλευση), ἀγωνία (=ἅμιλλα για τή νίκη), ἀγωνιῶ (=παλεύω), ἀγωνίζομαι (=μάχομαι), ἀγώνιος, ἀγώνισμα, ἀγωνιστής, ἀγωνοθέτης, ἀγωνοθετῶ, κυνηγός, λοχαγός, στρατηγός, χορηγός, οὐραγός, ξεναγός, ἐπείσακτος, ἐπακτός, ἅμαξα, ἄξων, ἄξιος, ἄγρα. Ἀκόμη οἱ λέξεις: ἀγός (=ἀρχηγός), ἄκτωρ (=ὁδηγός), ἀγινέω (=ὁδηγῶ), ἡγοῦμαι, ἡγεμών, ἴσως καί τό ἐπίρρ. ἄγαν. [λατιν. ago (=φέρω), agmeninis (=ἄγημα)], εὐαγής ἀκτίς, ὄγμος, ὀγμεύω, ὁδηγός, ὁπλιταγωγός, ὀχλαγωγία, παιδαγωγός, παρείσακτος, προαγωγός, σιταγωγός, φορτηγός, φωταγωγός, χαλιναγωγῶ, χειραγωγῶ, ψυχαγωγός, ψυχαγωγῶ, ἀγρός, ἄγροικος.
Léxico de magia
1 conducir, traer en prácticas eróticas c. ac. ὀνειροπομπεῖ, ἄγει γυναῖκας envía sueños, trae mujeres P I 98 P XIII 238 P XXXVI 70 P LXI 39 P LXXVIII 2 ἄξατε οὖν αὐτὴν βασανιζομένην así pues, traedla sometida a tormentos P IV 1412 P IV 1510 P XVIIa 8 SM 42 16 SM 42 37 SM 45 6 ἐξ ψυχῆς καὶ καρδίας ἄγε αὐτήν tráela del alma y del corazón P XXXII 10 ἄξαι αὐτὴν τῶν τριχῶν, τῶν ποδῶν, φοβουμένη, φανταζομένη que la traiga de los cabellos, de los pies, asustada, aterrorizada por visiones P VII 887 ἄξον τὴν Πτολεμαΐδα, ἣν ἔτεκεν Ἑλένη, τῷ Πτολεμαίῳ tráeme a Ptolemais, a la que parió Helena, a mí, Ptolemeo SM 40 12 P XXXIX 20 SM 41 10 SM 42 15 SM 42 58 SM 44 10 SM 44 17 SM 45 11 SM 45 29 SM 47 19 SM 48K 33 ἄγει γὰρ μονοώρους, ὀνειροπομπεῖ pues trae (a personas) en una hora, envía sueños P IV 2623 P IV 2449 κλίνει γὰρ καὶ ἄγει ψυχὴν ἄντικρυς, οὗ ἂν θέλῃς pues doblega y conduce a un alma directamente a donde quieras P IV 1719 c. estruct. formular ἄξον καὶ κατάδησον· ἄξον τὴν δεῖνα tráela y átala, trae a fulana P IV 349 P IV 395 P IV 400 P IV 2619 P VII 985 ἄξον μοι τὴν δεῖνα ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ tráeme a fulana en el día de hoy P XXXVI 364 P VII 471 πολλάκις δὲ δίωκε τὸν λόγον καὶ (τὴν δεῖνα) ἄξει καὶ καταδεσμεύει recita muchas veces la fórmula y la traerá y la encadenará P VII 912 ἄγε μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα πρὸς ἐμέ tráeme a fulana, hija de mengana P IV 1579 P IV 1591 P IV 1915 P IV 1919 P IV 1923 P IV 2091 P IV 2491 P IV 2908 P IV 2937 P VII 305 P VII 476 ἄξον ἐμοὶ τῷ δεῖνα τὴν δεῖνα καιομένην tráeme a mí, fulano, a fulana, abrasándose P XXXVI 110 P XXXVI 125 P IV 1470 P XXXVI 311 P XXXVI 369 ἄξητέ μοι τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα, ἐμοί, τῷ δεῖνατῆς δεῖνα para que me traigáis a mí, fulano, hijo de mengana, a fulana, hija de mengana P IV 1457 abs. ἐπίλεγε οὖν πάλιν τὸν λόγον, κἄν ὑλακτήσῃ, ἄγει así pues, recita de nuevo la fórmula, y, si aúlla, la trae P IV 1905 P IV 2071 ἄγει δὲ καὶ κατακλίνει atrae y hace enfermar P IV 2076 P LXIV 2 σκευὴ ἐπιθύματος σεληνιακοῦ ἄγουσα ἀσχέτως, ἀνουσιάστως preparación de una ofrenda a Selene que atrae irresistiblemente, sin el uso de entidad mágica P IV 2442 2 llevar, traer ref. a cosas ἄξον μοι φῶς καὶ τὸ καλόν σου πρόσωπον ..., <ἀμ>φιπυριφερῆ tráeme luz y tu hermoso rostro, tú que llevas fuego a tu alrededor P IV 3242 σοῦ δὲ τὸ πνεῦμα βαστάξας εἰς ἀέρα ἄξει σὺν αὑτῷ tomando tu espíritu lo llevará al aire consigo P I 178 λαχάνων δὲ πλῆθος, ὃ θέλεις, ἄξει traerá la cantidad de hortalizas que desees P I 105
Lexicon Thucydideum
ducere, to lead, 3.81.2, 4.78.2, (Schol. Scholiast ὡδήγουν) 4.78.4, 6.4.1, 6.4.3. 6.46.3, 7.29.2,
adducere, to lead to, 1.9.1, 2.95.3, 2.101.4, 4.83.5, 5.6.2, (vulgo commonly ἄξαντα) 6.22.1. 7.12.1, 7.21.1. 7.32.1. 7.46.1. 8.59.1, 8.87.2, [Vat., vulgo Vatican, commonly ἥγε] 8.87.4. 8.88.1. 8.88.1
in judicium, supplicium, captivitatem, to trial, execution, imprisonment 1.135.3, 2.103.1. 4.28.4, 4.37.1. 4.39.3. 4.47.2. 4.48.1. 4.57.3. 4.57.4. 6.61.4, 8.5.5, 8.92.4,
perducere (in concionem), to bring forward (before the assembly), 5.84.3,
abducere, to lead away, 7.75.4,
ducere (exercitum), agere, to lead (an army) (agmen army), qualia nomina nonnunquam omittuntur, such nouns are sometimes omitted 1.11.1, 2.80.6. 4.53.1, 4.93.1, 4.124.1. 5.7.2, 5.9.2, 5.12.1. 5.13.1. 5.54.3,
iter facientes., marching. 5.66.3, 5.83.1. 5.83.4. 6.63.2, 7.3.4, 7.22.1. 7.35.1, 7.69.3, 7.81.3, 7.84.1,
vehere (curru), to convey (by chariot), 2.34.3, —(nave by ship), 1.137.2, 2.56.2. 3.70.1, 3.86.4, 3.114.1. 4.27.1, 4.118.5, 6.8.1. 6.22.1. 6.22.16.25.2. 6.43.1, 6.44.1, 6.62.3. 7.16.2. 7.25.1. 7.25.3. 7.30.1. 7.31.3. 8.30.2, [Vat. Vatican manuscript ἀπολιπόντες] 8.62.1. 8.86.9. 8.86.9
ducere (murum, fossam), to construct (a wall, ditch), 6.99.2, [nonnulli codd. several manuscripts αὔξειν] 6.99.3. 6.100.1,
Transl. translate regere, moderari, to rule, control, 1.127.3, 2.65.8,
ducere, impellere, to lead, impel, 3.55.4, 3.65.1,
trahere, allicere, to draw, entice, 2.2.4, 3.67.3, 8.24.6,
abducere, elicere, to lead away, lure, 6.64.1,
existimare, to judge, consider, 8.81.2,
agere pacem, to make peace, 4.5.1. 5.48.2. 5.59.6. 5.76.3.
σπονδάς,6.7.4.
ἐκεχειρίαν,5.26.1.
ἡσυχίαν,2.72.1. 2.100.6. 5.94.1. 6.24.4.
σχολήν,5.29.1.
ἑορτήν, diem festum celebrare, to celebrate a festival, 4.5.1. 5.75.2. 5.75.5, 5.76.1. 5.82.3,
agile, active, nimble, 3.104.5 (ex. Hom. H. Ap. from Homer's Hymn to Apollo 165),
MED. uxorem ducere - to marry (literally, lead a wife), 8.21.1.
Translations
lead
Aghwan: 𐔰𐕀𐔰𐔺𐔱𐕒𐕄𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Amharic: መራ; Arabic: قَادَ; Argobba: መረሀ; Armenian: տանել; Belarusian: вадзі́ць, павадзі́ць, весці́, павесці́, праводзіць правесці; Breton: ren, kas, bleinañ; Bulgarian: водя; Catalan: menar, dirigir; Cherokee: ᎪᎯᏁᎦ; Chinese Mandarin: 引導/引导; Cimbrian: büuran; Czech: vodit, vést; Dalmatian: menur; Dutch: leiden; Esperanto: konduki; Finnish: johdattaa, opastaa, ohjata; French: guider; Friulian: menâ, condusi; Ge'ez: መርሐ; German: führen, leiten; Gothic: 𐍄𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Ancient Greek: ἄγω, ἡγέομαι, ἐξηγέομαι; Guaraní: myakã; Hebrew: הוביל; Hungarian: vezet; Ido: duktar; Italian: guidare, condurre; Japanese: 導く; Ladin: condujer, mener; Latin: duco; Latvian: vest; Lithuanian: vesti; Luxembourgish: leeden; Macedonian: води; Malayalam: നയിക്കുക; Maori: arataki, taki, arahi, takitaki, whakataki; Norwegian: føre; Occitan: menar, dirigir; Old Church Slavonic: водити, вести; Polish: wodzić, wieść, prowadzić, poprowadzić, zaprowadzić, doprowadzać, przeprowadzać; Portuguese: guiar, conduzir; Quechua: rampay; Romanian: duce; Russian: водить, вести, приводить, привести; Sanskrit: नयति; Serbo-Croatian Cyrillic: водити; Roman: voditi; Slovak: vodiť, viest'; Slovene: voditi; Sorbian Lower Sorbian: wóźiś, wjasć; Upper Sorbian: wodźić, wjesć, zawjesć; Spanish: guiar, llevar, ducir; Swedish: leda, föra; Tagalog: umakay, akayin; Tocharian B: āk-; Ukrainian: водити, поводити, вести, повести, проводити, провести; Vietnamese: dẫn, dắt; Walloon: moenner, kidure; Welsh: arwain; West Frisian: liede