καλλιτράπεζος

Revision as of 22:22, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A with beautiful, i.e. well-spread, table, Call.Com.5, Amips.19.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schöner Tafel; Amips. bei Ath. VI, 270 f; Ἰωνία Callias ib. XII, 524 f.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτράπεζος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1.

Greek Monolingual

καλλιτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο καλοφαγάς.