ὀρνιθοθήρας

Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A bird-catcher, fowler, Ar.Av.62, Arist.HA609a15, PCair.Zen.398.9 (iii B. C.), Plu.2.800a, D.Chr.72.16.

German (Pape)

[Seite 383] ὁ, Vogeljäger, Vogelfänger; Ar. Av. 62; Arist. H. A. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων πτηνά, θηρευτὴς πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ὄρνις, θηράω.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρνιθοθήρας)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που κυνηγάει πουλιά, ορνιθοθήρας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοθήρας: ου ὁ птицелов Arph., Arst., Plut.