γᾶμεν
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. γαμέω.
Greek (Liddell-Scott)
γᾶμεν: Δωρ. ἀντὶ ἔγημεν, ἀόρ. α’ τοῦ γαμέω, Πίνδ. ΙΙ. 3. 161, Θεόκρ. 8. 93.
Greek Monotonic
γᾶμεν: Δωρ. ποιητ. αντί ἔγημεν, αόρ. αʹ του γαμέω.
Russian (Dvoretsky)
γᾶμεν: дор. Pind., Theocr. 1 л. pl. aor. 1 к γαμέω.