Dor. for προσιδεῖν.
ποτῐδεῖν: дор. inf. aor. 2 к προσοράω.
ποτῐδεῖν: Δωρ. ἀντὶ προσιδεῖν, Θεόκρ. 3. 39, κτλ.
ποτῐδεῖν: Δωρ. αντί προσιδεῖν.
ποτιδεῖν Dor. inf. van προσεῖδον.