προσοράω

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοράω Medium diacritics: προσοράω Low diacritics: προσοράω Capitals: ΠΡΟΣΟΡΑΩ
Transliteration A: prosoráō Transliteration B: prosoraō Transliteration C: prosorao Beta Code: prosora/w

English (LSJ)

fut. προσόψομαι S.Ant.764: Dor. ποθόρημι Theoc.6.22 (vv.ll. ποθορῶμαι, ποθορῆμαι, but prob. ποθορῷμι), inf. ποθορῆν AP9.604 (Noss.):—look at, behold, Mimn.1.8, Xenoph.2.6, S. l.c., El.381, Pl.Phdr.250e; προσορῶσα δόμοισι βλάβαν S.Tr.842 (lyr.); cf. προσεῖδον:—Med., προσορωμένα Id.OC244 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 775] (s. ὁράω), ansehen, anblicken; Od. 16, 29 alte v.l. für ἐςορᾶν, wie προσίδωνται v.l. für προΐδωνται 13, 155; σὰς προσιδοῦσα τύχας, Aesch. Prom. 553; Soph. O. R. 1, 75. 1372 u. öfter; Plat. Phaedr. 250 e; Xen. Conv. 8, 18. Auch im med., φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι, Aesch. Pers. 48. 680 Soph. O. C. 244 Eur.

French (Bailly abrégé)

προσορῶ :
f. προσόψομαι, ao.2 προσεῖδον, etc.
regarder, acc.;
Moy. προσοράομαι, προσορῶμαι m. sign.
Étymologie: πρός, ὁράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοράω, Dor. ποθόρημι, ook med., kijken naar; beschouwen als:. με... ἄνομον mij als een goddeloze beschouwen Soph. OC 142.

Russian (Dvoretsky)

προσοράω: дор. Theocr. ποθόρημι и Anth. ποτοπτάζω (fut. προσόψομαι, aor. 2 προσεῖδον; дор. inf. aor. ποθορῆν и ποτιδεῖν) тж. med. смотреть, глядеть, взирать (τινα и τι Plat., Aesch., Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

προσοράω: μέλλ. -όψομαι· Δωρ. ποθόρημι Θεόκρ. 6. 22, ἀπαρέμφ. ποθορῆν Ἀνθ. Π. 9. 604. Προσβλέπω, παρατηρῶ, θεῶμαι, Μίμνερμ. 1. 8, Σοφ. Ἀντ. 764, Ἠλ. 381, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε· προσορῶσα δόμοισι βλάβαν Σοφ. Τρ. 842· πρβλ. ἀόρ. προσεῖδον· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσορωμένα Σοφ. Ο. Κ. 244 (λυρ.).

English (Slater)

προσοράω observe τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι (vv.ll. ἰδέσθαι, πυθέσθαι) (P. 1.26)

Greek Monotonic

προσοράω: μέλ. -όψομαι, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. -ορῆν· κοιτάζω, παρατηρώ, σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ προσεῖδον· ομοίως στη Μέσ., προσορωμένα, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -όψομαι doric ποθ-όρημι inf. -ορῆν
to look at, behold, Mimnerm., Soph., etc.; cf. aor2 προσεῖδον:—so in Mid., προσορωμένα Soph.