γρυτοπωλεῖον
English (LSJ)
τό, A small-ware shop, Gloss.
German (Pape)
[Seite 507] τό, Trödelbude.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡτοπωλεῖον: τὸ, κατάστημα ἔνθα πωλοῦνται μικρὰ πράγματα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, τό bazar, quincallería, Gloss.2.265.
τό, A small-ware shop, Gloss.
[Seite 507] τό, Trödelbude.
γρῡτοπωλεῖον: τὸ, κατάστημα ἔνθα πωλοῦνται μικρὰ πράγματα, Γλωσσ.
-ου, τό bazar, quincallería, Gloss.2.265.