αὐχητικός

Revision as of 20:07, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ή, όν, A = αὐχήεις, Sch.Pi.O.1.4. Adv. -ῶς Eust. 750.23.

German (Pape)

[Seite 405] prahlend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχητικός: -ή, -όν, = αὐχήεις, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. -ῶς Εὐστ. 750. 24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 jactancioso, orgulloso τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας Sch.Pi.O.1.4a.
2 adv. -ῶς jactanciosamente αὐ. λέγων Eust.750.23.

Greek Monolingual

αὐχητικός, -ή, -ό (Α) αυχητής
αλαζονικός, υπεροπτικός.