δείνωμα

Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ατος, τό, A exaggerated view, τὸ δ. τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286S.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
exageración, opinión exagerada τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286.

Greek Monolingual

δείνωμα, το (AM) (Μ και δείνωμαν) δεινώ
μσν.
η σοβαροποίηση
αρχ.
εξογκωμένη, υπερβολική άποψη.