δεινώ

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

δεινῶ (-όω) (Α) δεινός
παριστάνω κάτι φοβερότερο απ' ό,τι είναι, μεγαλοποιώ.