διαχάλασις

Revision as of 00:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[χᾰ], εως, ἡ, A disjoining in the sutures of the skull, Hp. VC12.

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, das Nachlassen, die Erweiterung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, χάσμα, κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
separación, apertura τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.VC 12.

Greek Monolingual

διαχάλασις, η (Α)
χαλάρωση της ενώσεως τών οστών ιδίως του κρανίου.