χαλάρωση

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να είναι χαλαρό κάτιχαλάρωση τών δεσμών»)
2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής ή στενής σύνδεσης τών μερών ενός όλου (α. «χαλάρωση τών εξαρτημάτων της μηχανής» β. «χαλάρωση του νοήματος»)
3. μτφ. κάμψη, ύφεση, έλλειψη έντασης (α. «χαλάρωση της προσπάθειας» β. «χαλάρωση της διεθνούς έντασης»)
4. (για νόμισμα και χρηματιστηριακές αξίες) υποβιβασμός, υποτίμηση
5. (για ήθη) έκλυσηχαλάρωση της ηθικής»)
6. ιατρ. θεραπευτική μέθοδος εφαρμοζόμενη συνειδητά από το ίδιο το ενδιαφερόμενο άτομο, με σκοπό τον έλεγχο της τάσης τών γραμμωτών μυών και, μέσω αυτού, του τρόπου συναισθηματικής αντίδρασής του
7. (χημ.-φυσ.) κάθε φαινόμενο που συνδέεται με την καθυστέρηση η οποία υπάρχει ανάμεσα στην εφαρμογή μιας εξωτερικής τάσης σε ένα σύστημα και στην ανταπόκριση του συστήματος σε αυτήν
8. φρ. α) «θερμική χαλάρωση»
φυσ. η διεργασία μετάβασης ενός συστήματος προς την κατάσταση θερμικής ισορροπίας του μέσω ανταλλαγών θερμότητας ανάμεσα στα διάφορα μέρη και ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον του, που δρα ως θερμοστάτης
β) «ταλάντωση χαλάρωσης»
φυσ. περιοδική μεταβολή ενός φυσικού συστήματος, κάθε κύκλος της οποίας αποτελείται από δύο διακεκριμένες φάσεις διαφορετικής διάρκειας
γ) «χρόνος χαλάρωσης»
(χημ.-φυσ.) το χαρακτηριστικό χρονικό διάστημα που απαιτείται για να περιέλθει ένα σύστημα σε νέα κατάσταση ισορροπίας, όταν για οποιονδήποτε λόγο η αρχική ισορροπία του διαταράσσεται, ή για να επανέλθει στην αρχική κατάσταση ισορροπίας όταν η διαταραχή αίρεται απότομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλάρωσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].