δοκάζω

Revision as of 01:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A wait for, πλόον Sophr.52, cf. S.Fr.221.23.

German (Pape)

[Seite 652] = δοκεύω, beobachten, abpassen, Sophr. bei Demetr. Phal. 151.

Greek (Liddell-Scott)

δοκάζω: μέλλ. -άσω, περιμένω, Σώφρων παρὰ Δημ. Φαλ. 151.

Spanish (DGE)

estar a la espera πλόον δοκάζω Sophr.52, cf. S.Fr.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch.

Greek Monolingual

δοκάζω (Α)
1. παρατηρώ
2. περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τα σε –άζω από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ- του δέχομαι, όπως εξάλλου και το δοκώ].