δοκάζω
From LSJ
English (LSJ)
wait for, πλόον Sophr.52, cf. S.Fr.221.23.
Spanish (DGE)
estar a la espera πλόον δοκάζω Sophr.52, cf. S.Fr.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch.
German (Pape)
[Seite 652] = δοκεύω, beobachten, abpassen, Sophr. bei Demetr. Phal. 151.
Greek (Liddell-Scott)
δοκάζω: μέλλ. -άσω, περιμένω, Σώφρων παρὰ Δημ. Φαλ. 151.
Greek Monolingual
δοκάζω (Α)
1. παρατηρώ
2. περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τα σε –άζω από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ- του δέχομαι, όπως εξάλλου και το δοκώ].