οῦ, ὁ, A gossip, chatterer, Ath.14.649c.
[Seite 32] ὁ, der Schwätzer, Ath. XIV, 649 c.
λεσχηνευτής: -οῦ, ὁ, πολυλόγος, περιττολόγος, φλύαρος, λάλος, Ἀθήν. 649C.
λεσχηνευτής, ὁ (Α) λεσχηνεύωφλύαρος, πολυλογάς, κενολόγος.