ματαιάζω

Revision as of 14:58, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

= foreg., Epicur.Ep.1p.22U. (v.l. -αιΐζ-), Ph.1.222, al., Luc.Luct.16, Palaeph.10, S.E.M.9.282 (A v.l. ματάζ-, i.e. ματᾴζ-).

Greek (Liddell-Scott)

ματαιάζω: ἴδε ματᾴζω.

French (Bailly abrégé)

parler ou agir vainement ou sottement.
Étymologie: μάταιος.

Greek Monolingual

ματαιάζω (ΑM)
μσν.
λέω και ζητώ κάτι μάταια
αρχ.
ματάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ματάζω < μάταιος.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιάζω: Diog. L., Luc., Sext. = ματᾴζω.