μετάχοιρον

Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A after-pig, i. e. the smallest, weakest of the litter, Arist.HA573b5, GA749a1:—μετάχοιρα shd. be restored for μετάχοιροι in Poll.1.251.

German (Pape)

[Seite 157] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι.

Greek (Liddell-Scott)

μετάχοιρον: τό, τὸ ὀψίγονον χοιρίδιον, δηλ. τὸ σμικρότατον καὶ ἀσθενέστατον τῶν χοιριδίων, ἐν δὲ τῇ κυήσει ὃ ἂν βλαφθῇ τῶν τέκνων καὶ τῷ μεγέθει πηρωθῇ καλεῖται μετάχοιρον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 27, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 24· - μετάχροια ἐπανορθωτέον ἀντὶ τοῦ μετάχοιροι παρὰ Πολυδ. Α΄, 251, πρβλ. ϛʹ, 55., Ζ΄, 187.

Greek Monolingual

μετάχοιρον, τὸ (Α)
το οψίγονο χοιρίδιο, δηλ. το γουρουνάκι που γεννιέται τελευταίο και γι' αυτό είναι πολύ μικρό και ασθενικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χοῖρος.

Russian (Dvoretsky)

μετάχοιρον: τό поросенок-последыш Arst.