χοῖρος
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ὁ (ἡ Hippon.40, S.Fr.230, Ar.Ach.764):—
A young pig, porker (younger than δέλφαξ, Ar.Byz. ap. Ath 9.375. Cratin.3a), Od. 14.73, Alc.Supp.24.2, Hdt.2.48, A.Fr.309, Ar.Ach.781, etc.; offered as one of the smaller sacrifices, Pl.R.378a, X.An.7.8.5, D.54.39, Henioch.2.
b generally, = ὗς, σῦς, swine, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖσιν ἄλλοις Cratin. l.c., cf. Mnesim.4.47 (anap.), Plu.Cic.7, Ev.Matt. 8.30.
2 pudenda muliebria, freq. in Com. poets, who are always punning on the word and its compds., Ar.Ach.773 sq., etc.; said to be a Corinthian usage, Suid.
II a fish of the Nile, Str.17.2.4, Ath.7.312a, Gp.20.7.1, 13 tit. (Perh. for ĝhoryo- 'grey', cf. Norse griss 'sucking pig', OHG grīs 'grey', or cf. Alb. deṝ 'pig'.)
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ χοῖρος, s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 petit cochon, animal ; p. ext. cochon engraissé, porc;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: DELG cf. lat. horreo « animal à poil dur ».
Russian (Dvoretsky)
χοῖρος: ὁ, реже ἡ
1 свинья, преимущ. молодая Hom., Her., Aesch., etc.;
2 pudenda muliebria Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χοῖρος: ὁ, (ἀλλὰ ἡ, Ἱππῶναξ 3Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 217, Ἀριστοφ. Ἀχ. 764 ἑξ.)· - νέος χοῖρος, «γουρουνόπουλον» Λατ. porcus, Ὀδ. Ξ. 73, Ἡρόδ. 2. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 781, κλπ.· προσφέρεται ὡς μικροτάτῃ θυσία, Πλάτ. Πολ. 378Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 5, Δημ. 1269. 10· ὁ δ’ ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον Ἡνίοχος ἐν «Πολυεύκτῳ» 1· - ἀκολούθως καθόλου, ὡς τὸ ὗς, σῦς, “γουροῦνι”, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖς ἄλλοις Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 7, πρβλ. Μνησίμαχον ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 47, Πλουτ. Κικ. 7, κλπ. 2) ὡς τὸ porcus παρὰ τῷ Οὐάρρωνι R. R. 2. 4, 10, λέγεται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου συχνάκις παρὰ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς, οἵτινες συνεχῶς παίζουσι μὲ τὴν λέξιν καὶ τὰ σύνθετα αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀρ. 774, κτλ.· - λέγεται ὅτι ἡ χρῆσις αὕτη ἦτο τῶν Κορινθίων, Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἰχθύς τις τοῦ ποταμοῦ Νείλου, Στράβ. 823, Ἀθήν. 312Α, Γεωπ. (Ἡ Σανσκρ. ῥίζα εἶναι gharsh (terere), ὅθεν ghrish-vis, ghrsh-tis (aper), πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. gris-s (Ἀρχ. Ἀγγλ. gris ἢ grice, gris-kin, πρβλ. τὰ τοπικὰ ὀνόματα τῆς βορείου Ἀγγλίας Grisedale, Grisebeck), ὥστε ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐξέπεσε τὸ s).
English (Autenrieth)
young pig, porker, Od. 14.73†.
Spanish
English (Strong)
of uncertain derivation; a hog: swine.
English (Thayer)
χοιρου, ὁ, from Homer down, a swine: plural, (16); Luke 15:15f. (Not found in the O. T.)
Greek Monolingual
ο / χοῖρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῖρος, ἡ, Α
οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες σώμα, προτεταμένο ρύγχος και σκληρές τρίχες, γουρούνι
νεοελλ.
παροιμ. α) «του χοίρου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι» — ο ανάγωγος δεν αλλάζει εύκολα συμπεριφορά
β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν
γ) «ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του
μσν.-αρχ.
είδος ψαριού του Νείλου
αρχ.
1. χοιρίδιο, γουρουνόπουλο («θυσάμενος οὐ χοῖρον ἀλλά τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα», Πλάτ.)
2. (στους κωμικούς) το αιδοίο της γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. χοῖρος (< ghor-yo-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gher-(s)- «παγώνω, γίνομαι σκληρός, ανατριχιάζω» (βλ. λ. χέρσος) και να συνδεθεί επομένως με τη λ. χήρ (< ghēr «αγκαθωτό ζώο», βλ. λ
χήρ) με την υπόθεση μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές τρίχες» για τη λ. χοῖρος. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. χοῖρος έχει προέλθει από τ. ghoir-o- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. gēr που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «λιπαρός, παχύς», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. χοῖρος—εκτός από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό γουρούνι»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «είδος ψαριού που ζει στον Νείλο» είτε κατ' απόδοση μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας είτε λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη μορφή και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Από τη λ. χοῖρος έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (πρβλ. Χοιρέαι) και ανθρωπωνύμια (πρβλ. Χοιρίλος, Χοίρων, Χοιροθύων κ.ά.).
ΠΑΡ. χοίρειος, χοιρίδιο(ν), χοίρινος
αρχ.
χοιράφιος, χοιρίδιος, χοιρίζω, χοιρίνη, χοιρίον, χοιρίσκος
αρχ.-μσν.
χοιρικός, χοιρώδης
μσν.
χοιρεών, χοιριώ
νεοελλ.
χοιρινός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χοιρέμπορος, χοιροβοσκός, χοιροκομείο(ν), χοιροπώλης, χοιροτρόφος
αρχ.
χοιρόκτονος, χοιροκτόνος, χοιρομάγειρος, χοιροσφάγος, χοιρότροπος, χοιροφαγία, χοιροφορβείον αρχ.-μσν. χοιράγχη
μσν.
χοιράγρα, χοιρόβιος, χοιροδέτης, χοιροκέφαλος, χοιρόνους, χοιρόφρων μσν.-νεοελλ. χοιρομάντρι
νεοελλ.
χοιρόδερμα, χοιρόλαιμος, χοιρομέρι, χοιροπαραγωγή, χοιροστάτης. (Β' συνθετικό) αγριόχοιρος, ακανθόχοιρος
αρχ.
εύχοιρος, ισόχοιρος, καλλίχοιρος
νεοελλ.
ινδόχοιρος, ποταμόχοιρος, σκαντζόχοιρος, υδρόχοιρος].
Greek Monotonic
χοῖρος: ὁ και ἡ, μικρός χοίρος, γουρουνάκι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Middle Liddell
χοῖρος, ὁ, ἡ,
a young pig, porker, Od., etc.
Frisk Etymology German
χοῖρος: {khoĩros}
Grammar: m. f.
Meaning: ‘(junges) Schwein, Ferkel' (seit ξ 73), übertr. pudenda muliebria (Kom.; vgl. André Latomus 15, 299 ff.), N. eines Nilfisches (Str., Ath., Gp.), zum Benennungsmotiv Strömberg 101; oder volksetymologisch aus dem Nubischen (Thompson s.v.)?
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. χοιροπώλας (dor.) m. Schweinehändler (Ar.); auch als Hinterglied, z.B. καλλί- χοιρος mit schönen Ferkeln (Arist.), ἀγριόχοιρος m. ‘Wild- schwein’ (Sch. Ar. Pl. 304; vgl. Risch IF 59,256).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. χοίρα f. weibliches Ferkel (Orph.; Schw.-Debrunner 32 A. 4 m. Lit.). 2. Demin. χοιρίον n. (Ar.), -ίδιον n. (att. usw.), -ίσκος m. (Luk.). 3. -άς, -άδος f. Meerklippe (Pi., ion. att.; wegen der Ähnlichkeit mit einem Schweinerücken), pl. geschwollene Drüsen am Hals (Hp. u.a.; vgl. lat. scrōfulae: scrōfa und W.-Hofmann s.v.); davon -αδώδης klippig (Str.), voll Drüsen (Plu.), -αδικός an den Halsdrüsen leidend, n. Arznei gegen Drüsenkrankheit (Mediz.). 4. -ίνας m. Art Kuchen (Philox. Lyr. V-IVa; wie ἐλαφ-, λαγωίνης u.a.). 5. -ί̄νη f. kleine Meermuschel (Ar. in anap., Poll.; wie δελφακ-, ἀθερίνη u.a. Fischnamen). 6. -ίημα· τὸ χοιρίδιον H. (wie ἐριφιήματα = ἔριφοι, s.d.). 7. -εών m. Scnweinekoben (Tz.). 8. -άφιον n. Furche (Pap.IIIp; wie θηράφιον u.a., s.d.; nach lat. porca: porcus?). 9. Adj. -ε(ι)ος (ion. att. seit ξ 81; Schneid -εος u. -ειος 26 u. 51), -ινος (Luk.) ‘vom (jungen) Schweine’, -ικός ib. (EM), -ώδης schweinisch (sp. Mediz., Hdn.) mit -ωδία f. (Sch.). 10. -ίζω sich wie ein Schwein benehmen (Sch.). 11. Χοιρεᾶται m. pl. N. einer Phyle in Sikyon (Hdt. 5, 68, von Kleisthenes erfundener Spottname); Fraenkel Nom. ag. 1, 176 A. 2. 12. χοιρόδανον n. N. einer Pflanze (Ps.-Dsk., Strömberg 147).
Etymology: Im Gegensatz zu den altererbten und allmählich absterbenden σῦς und ὗς (vgl. Chantraine Études 25) und zu dem später erscheinenden, sicher volkstümlichen γρῦλος, γρύλλος hat das von Anfang an wohl ebenfalls volkstümliche χοῖρος keine einwandfreie Etymologie. Wenn für *χορι̯ος, kann es mit alb. derr (aus *ĝhōr-n-) Schwein verwandt sein und als "Borstentier" zu χήρ Igel gehören (Jokl Festschr. Kretschmer 78 ff. mit ausführlicher Analyse von alb. derr; ebenso Pisani Jb. f. kleinas. Forsch. 3: 2, 150). Anders Lidén Ann. Acad. Scient. Fenn. B: 27 (1931) 117ff. als "beiläufige" Vermutung: mit arm. gēr, Gen. pl. girac̣ fett, von Tieren und Menschen identisch (idg. *ghoiro / ā-), wozu noch, mit anderem Vokalismus, slav., z.B. russ. žir Fett, Speck, Reichtum (vgl. Vasmer s.v. mit anderer, nicht vorzuziehender Erklärung des slav. Wortes). Noch anders Persson (als Hypothesen) Stud. 69 und 195, Beitr. 1, 304 A. (s. Bq und WP. 1, 602 f.). — Im Sinn von Klippe will Pisani Ist. Lomb. 77, 566 f. χοιράς < *χορι̯αδ- mit χέραδος u. Verw. verbinden; nicht besser. Vgl. noch die Lit. zu ὗς.
Page 2,1107-1108
Chinese
原文音譯:co‹roj 回羅士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:豬
字義溯源:豬^,豬群,小豬
出現次數:總共(14);太(5);可(5);路(4)
譯字彙編:
1) 豬(9) 太7:6; 太8:30; 太8:31; 太8:32; 可5:11; 可5:14; 路8:32; 路15:15; 路15:16;
2) 豬群(5) 太8:32; 可5:12; 可5:13; 可5:16; 路8:33
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ὁ (=γουρουνόπουλο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χοιράς -άδος, ἡ (=ὅμοιος μέ γουρούνι), χοίρειος, χοιρίδιον, χοίρινος.
Léxico de magia
ὁ cochinillo, cerdo como nombre secreto οὐρὰ χοίρου· σκορπίουρον rabo de cerdo es miosotis P XII 425 en ofrendas θῦε δὲ καὶ ... χοῖρος λευκός sacrifica también ... un cochinillo blanco ... SM 75 9 (fr. lac.)
Translations
Abau: huok; Abenaki: piks; Abkhaz: аҳәа; Abu' Arapesh: bul; Acehnese: bui; Adyghe: къо, хъо; Afrikaans: vark; Agarabi: pon; Aklanon: baboy; Albanian: derr, thi; Ama: fu; Amanab: tata; Amharic: አሳማ; Aneme Wake: boro; Ansus: tapui; Apache Western Apache: góchiʼ; Arabic: خِنْزِير, حَلُوف; Egyptian Arabic: خنزير, حلوف; Gulf Arabic: خنزير; Moroccan Arabic: حلوف, خنزير; North Levantine Arabic: خنزير; Aragonese: cochín; Aramaic Hebrew: חזירא, חזירתא; Syriac: ܚܙܝܪܐ, ܚܙܝܪܬܐ; Archi: боӏкь; Armenian: խոզ; Aromanian: porcu; Assamese: গাহৰি; Asturian: gochu, gocha; Atayal: bzyok; Avar: болъон; Azerbaijani: donuz; Bahnar: nhŭng; Balinese: celeng; Bashkir: сусҡа; Basque: urde, zerri, txerri; Bau Bidayuh: oyuo; Belarusian: свіння́, сьвіньня́; Bengali: শুওর; Bodo: अमा; Bouyei: duezmul, mul; Breton: pemoc'h; Brunei Malay: bayi; Budukh: вак; Buginese: bawi; Bulgarian: свиня́; Burmese: ဝက်; Buryat: гахай; Catalan: porc; Cebuano: baboy; Central Melanau: babui; Chamicuro: kuuchi; Chamorro: babui; Chechen: хьакха, жаргӏа; Chepang: प्याक्; Cherokee: ᏏᏆ; Chichewa: nkhumba; Chickasaw: shokha'; Chinese Cantonese: 豬, 猪; Dungan: җў; Gan: 豬, 猪; Hakka: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Jin: 豬, 猪; Mandarin: 豬, 猪, 豬玀, 猪猡, 豕; Min Dong: 豬, 猪; Min Nan: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Wu: 豬玀, 猪猡; Xiang: 豬, 猪; Chuvash: сысна; Comox: kʷašu; Cornish: hogh, mogh; Cree: kohkôs; Czech: prase, vepř, svině; Da'a Kaili: vavu; Dalmatian: puarc; Danish: svin, gris; Drung: waq; Dutch: zwijn, varken; Eastern Cham: ꨚꨝꨶꨬ, ꨂꩆ; Eastern Mari: сӧсна; Erzya: туво; Ese: maha; Esperanto: porko, virporko, porkiĉo, porkino; Estonian: siga, põrsas; Evenki: сунюрин; Faroese: svín; Fijian: vuaka; Finnish: sika; French: cochon, porc, pourceau; Old French: porc, bacon; Friulian: purcit; Galician: porco, cocho, quino; Garo: wak; Georgian: ღორი; German: Schwein, Hausschwein, Sau; Alemannic German: Sou; Franconian: Mocke; Regional German: Docke, Wutz; Swabian: Kosel; Gondi: పద్ది; Gothic: 𐍃𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: γουρούνι; Ancient Greek: ὗς, χοῖρος; Greenlandic: puuluki; Guerrero Amuzgo: kítzku; Gujarati: ડુક્કર, શૂકર; Hausa: alade; Hawaiian: puaʻa; Hebrew: חֲזִיר; Higaonon: babuy; Hindi: सूअर; Hopi: pitsooti; Hungarian: sertés, disznó, malac; Hunsrik: Schwein; Iban: jani, babi; Ibanag: babuy; Icelandic: svín; Ido: porko, porkulo, porkino; Ilocano: baboy; Imonda: malhu; Inabaknon: baktin; Indonesian: babi; Interlingua: porco; Irish: muc; Italian: maiale, porco, suino; Iu Mien: dungz; Japanese: 豚, ブタ; Javanese: ꦧꦧꦶ; Jeju: 도새기; Jingpho: wa'; Kabardian: кхъуэ; Kalmyk: һаха; Kannada: ಹಂದಿ; Karelian: počči; Kashubian: swinia; Kazakh: шошқа; Khasi: sniang; Khmer: ជ្រូក; Kimaragang: wogok; Koho: sur, un; Kokborok: wak; Kombio: wurokn; Korean: 돼지; Krisa: a; Kumyk: донгуз; Kurdish Central Kurdish: بەراز; Northern Kurdish: beraz, xinzîr, xûk; Kyrgyz: чочко; Ladin: porcel; Lao: ໝູ; Latgalian: cyuka; Latin: sūs, porcus; Latvian: cūka; Ledo Kaili: bavu; Lezgi: вак; Limburgish: zwien, verke; Lithuanian: kiaulė; Livonian: sigā; Low German: Swien; Ludian: šiga; Luganda: embizzi; Lusitanian: porcom, porgom; Luxembourgish: Schwäin; Lü: ᦖᦴ; Macedonian: свиња; Maguindanao: babuy; Malagasy: kisoa; Malay: babi, khinzir; Malayalam: പന്നി; Maltese: ħanżir, qażquż; Maléku Jaíka: tunhífa; Manchu: ᡠᠯᡤᡳᠶᠠᠨ; Mandar: boe; Mansaka: baboy; Manx: muc; Maori: poaka; Maranao: beboy, pandak; Marathi: डुकर; Mazanderani: خی; Menominee: kōhkōs; Mi'kmaq: gulgwi's anim; Moksha: тува; Mon: ကၠိက်; Mongolian Cyrillic: гахай; Uyghurjin: ᠭᠠᠬᠠᠢ; Montagnais: kukush; Motu: boroma; Mountain Koiari: ovo; Nahuatl: pitzotl; Nanai: олгиан; Navajo: bisóodi; Nepali: सुँगुर; Newar: फा; Ngazidja Comorian: purunku; Nii: kung; Nivkh: овӻоӈ, олӻоӈ; Norman: couochon, bête à saie, por, gronneux, moussieu, quétot; North Frisian: Swin; Norwegian: svin, gris; Nyunga: beerk; Occitan: pòrc, puèrc; Ojibwe: gookoosh; Okinawan: っわー; Old Church Slavonic Cyrillic: свиниꙗ; Old East Slavic: свиньꙗ; Old English: swīn; Old Javanese: wők; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰭𐰆𐰕; Oriya: ଘୁଷୁରିଛୁଆ; Oromo: booyee; Ossetian: хуы; Ottawa: gookoosh; Pacoh: alic, alíc; Palauan: babii; Pashto: خنځير, خوګ; Persian: خوک; Plautdietsch: Schwien; Polish: świnia; Portuguese: porco, suíno; Potawatomi: kokosh; Punjabi: ਸੂਰ; Quechua: khuchi; Rabha: বাক; Rapa Nui: oru; Romani: balo, bali; Romanian: porc; Romansch: portg, piertg, püerch, chucal; Russian: свинья́, бо́ров; S'gaw Karen: ထိး; Sami Inari Sami: šahe; Kildin Sami: шагкь; Northern Sami: spiidni; Skolt Sami: šââ´ǩǩ; Samoan: pua'a; Sango: gaduru, ngûru; Sanskrit: सूकर; Santali: ᱥᱩᱠᱨᱤ; Sardinian: porcu, polcu, procu, mannale, mannali; Campidanese: procu, mannali, sue; Scottish Gaelic: muc; Sebop: bu'in; Serbo-Croatian Cyrillic: сви́ња; Roman: svínja; Shan: မူ; Sichuan Yi: ꃮ, ꃢ; Sicilian: porcu, majali; Sinhalese: ඌරා; Slovak: prasa, sviňa; Slovene: svinja, prašič, pujs; Somali: doofaar; Sorbian Lower Sorbian: swinja; Upper Sorbian: swinjo; Spanish: cerdo, chancho, chon, coche, cochi, cochín, cochino, cocho, cuchi, cuto, gocho, gorrino, guarro, marrano, puerco, tocino, tunco, pitzote; Swahili: nguruwe; Swedish: gris, svin; Sylheti: ꠉꠣꠠꠤꠀ, ꠡꠥꠅꠞ; Tabaru: titi; Tagal Murut: bawi, biag; Tagalog: baboy; Tai Tai Tajik: хук; Tamil: பன்றி; Taos: kùciʼína; Tatar: дуңгыз, чучка; Tausug: babuy; Telugu: పంది, సూకరము; Ternate: soho; Tetum: fahi; Thai: หมู; Tibetan: ཕག་པ; Tigrinya: ሓሰማ; Timugon Murut: bawi; Tiwa: oa; Tocharian B: suwo; Tok Pisin: pik; Tolai: boroi; Tongan: puaka; Tswana: kolobe; Turkish: domuz, hınzır; Turkmen: doňuz; Tuvan: хаван; Ubir: foro; Udi: боъкъ; Udmurt: парсь; Ukrainian: свиня́; Urat: hro'; Urdu: خوک, خنزیر, سؤر; Urhobo: esi; Uyghur: چوشقا; Uzbek: choʻchka, choʻchqa; Venetian: mas-cio, porselo, porzèl; Veps: siga; Vietnamese: heo, lợn, cúi; Volapük: svin, hisvin, jisvin, omsvin, domasvin; Voro: tsiga; Votic: sika; Walloon: pourcea, coshet; Waray-Waray: baboy; Warembori: pue; Welsh: mochyn; West Coast Bajau: menungal, ogok, bakas; West Frisian: baarch; Western Bukidnon Manobo: bavuy; White Hmong: npua; Wolof: mbam-xuux mi; Yakut: сибиинньэ; Yiddish: חזיר, כאַזער; Yoruba: ẹlẹ́dẹ̀, òdo; Yup'ik: sitiinkaq; Zazaki: xoz, xenzir; Zhuang: mou; Zulu: ingulube