μονοδάκτυλος
English (LSJ)
ον, A one-toed, Luc.VH1.23.
German (Pape)
[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.
Greek Monotonic
μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.
Middle Liddell
μονο-δάκτῠλος, ον
one-fingered, Luc.