άλογο
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
Greek Monolingual
το (Μ ἄλογον, Ν και αλόγατο)
το κατ’ εξοχήν χρήσιμο υποζύγιο, ο ίππος
νεοελλ.
(φρ. «γυρίζει σαν τ’ άλογο στ’ αλώνι», γι’ αυτόν που ακατάπαυστα ασχολείται με χειρωνακτική και μονότονη εργασία
«είναι άλογο χωρίς γκέμια», για τον ατίθασο
«έχει άλογα στ’ αλώνι», γι' αυτόν που αρνείται να δεχτεί πρόσκληση
«έχω τ’ άλογα στ’ αλώνι», τρώγω
«... και πράσινα άλογα», παραλογισμοί, ασυναρτησίες
«πράσινο άλογο ζητά», γι’ αυτόν που επιδιώκει τα αδύνατα
«σαν άλογο βαρβάτο δεν βαστιέται», για τον ανυπόμονο
«τα άλογα αποστάσανε» για τους υπερήλικες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἵππος (ο και η), η λ. που χρησιμοποιούσαν σ’ όλη την αρχαία Ελληνική για τη δήλωση του αντίστοιχου ζώου (από την ΙΕ ρ. ekw o- «άλογο», πρβλ. αρχ. ινδ. aśva-s, αρχ. ιρλ. ech, πιθ. λατ. equus κ.ά., άρχισε ήδη στους μεταγενέστερους χρόνους και ιδίως στο τέλος της αλεξανδρινής περιόδου να παραχωρεί τη θέση της στη λ. ἄλογον, ουδ. του αρχ. επιθέτου ἄλογος «ο μη λογικός, αυτός που δεν έχει λογικό, λογική σκέψη».
Η λ. ἄλογον, ως επίθ. αρχικά της λ. ζῶον, χρησιμοποιήθηκε στη στρατιωτική γλώσσα τών μεταγενέστερων χρόνων για να διακριθούν τα ζώα («τὰ ἄλόγα ζῶα») από τους άνδρες του στρατού, τις ανθρώπινες δυνάμεις. Από τη σύναψη «τῶν ἀλόγων ζώων» ειδικότερα προς τους «ἵππους», που τότε και για πολλούς αιώνες αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο της καθημερινής στρατιωτικής ζωής, η σημ. «ἄλογο (ζῶο)» περιορίστηκε να δηλώσει ειδικά «τὸν ἵππο».
Ήδη στον Διόδωρο (23, 505) παραδίδεται: «ἀπώλεσαν μακρὰς ναῦς τριακοσίας τεσσαράκοντα, ἱππαγωγοὺς δὲ καὶ πλοῖα ἕτερα τριακόσια, ἀπό δὲ Καμαρίνης ἕως Παχύνου τὰ σώματα καὶ τὰ ἄλόγα καὶ τὰ ναυάγια ἔκειντο». Στους βυζαντινούς και στους μετέπειτα χρόνους χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη δήλωση του αλόγου η λ. φάρας και το υποκορ. φαρίον, που κατέληξε στο φαρὶ (πρβλ. και μσν. άνω γερμ. varis), από το αραβ. fāris «ιππέας, καβαλάρης».
Η λ. καβάλλης («εργάτης ίππος» Ησύχ.) δεν επέδωσε στην Ελληνική, αντίθετα προς το λατ. caballus «ευνουχισμένο άλογο - άλογο δουλειάς - άλογο (γενικά)», από όπου προήλθε. Από το λατ. caballus προήλθαν αντιθέτως διάφορες συναφείς λέξεις τών ρωμανικών γλωσσών (πρβλ. λ.χ. γαλλ. cheval «άλογο», chevalier «ιππότης», από όπου το αγγλ. chivalry «ιπποτισμός», ισπαν. caballo και ιταλ. cavallo «άλογο» και ισπαν. caballero, ιταλ. cavaliere «καβαλάρης, ιππέας» κ.ά.) καθώς και το ελλην. καβαλ(λ)άρης «ο ιππέας».
Η αρχ. λ. ὀχεῖον «ο επιβήτορας» χρησιμοποιήθηκε, με στένωση της σημασίας της, για να δηλώσει ειδικότερα «τo άλογο, τον ίππο», ενώ στους νεώτερους χρόνους η ίδια σημασία δηλώθηκε ως βαρβάτο ἄλογο (< μσν. βαρβάτος < λατ. barbatus «ο γενειοφόρος» — ο γενειοφόρος άντρας, ο αρρενωπός, ανδροπρεπής, κατ’αντίθεση προς τον ευνούχο). Τέλος η τουρκ. λ. at «άλογο» πέρασε στην Ελληνική ως άτι, που χρησιμοποιήθηκε πολύ στη δημώδη Ελληνική (δημοτ. τραγούδια κ.ά.), καθώς και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες (αρχ. Ρουμανική, Σερβοκροατική). Μορφολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τ. πληθ. αλόγατα, από όπου και ο ενικ. τ. αλόγατο.
Τέτοιοι τύποι πληθυντικού σε -τα από ουδ. ουσιαστικά σε -ο ή -ος (ονείρατα, προσώπατα — πάθητα, βάθητα κ.ά.) σχηματίστηκαν ήδη στην αρχαία (ὀνείρατα, προσώπατα) αναλογικά προς τα περιττοσύλλαβα ουσιαστικά του τύπου ὀνόματα, πράγματα, σώματα.Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άλογο
ΠΑΡ. νεοελλ. αλόγα, αλογάκι, αλογάρα, αλόγαρος, αλογάς, αλογατάκι, αλογατένιος, αλόγατο, αλογήσιος, αλογιά, αλογίνα, αλογινός, αλογίτικος, αλογόπουλο.
ΣΥΝΘ. μσν. αλογοτριπλοντέληνος
νεοελλ.
αλογάνθρωπος, αλογάχναρο, αλογόβεργα, αλογόβιτσα, αλογοβορός, αλογοβοσκός, αλογοβουνιά, αλογογελάδια, αλογογιατρός, αλογόδοντο, αλογοζεύγαρο, αλογοθηλειά, αλογοκάραβο, αλογοκάρφι, αλογοκλέφτης, αλογόκομπος, αλογοκριθή, αλογοκυλίστρα, αλογολάτης, αλογολίβαδο, αλογολίθι, αλογόμαντρα, αλογομούλαρο, αλογομούρης, αλογόμυγα, αλογόμυλος, αλογονταρντάνα, αλογοουρά, αλογοπάζαρο, αλογοπάτημα, αλογοπατημασιά, αλογοπεταλιά, αλογόπετρα, αλογοπέτσι, αλογοπούλαρο, αλογοράβδι, αλογοσάμαρο, αλογοσέλινο, αλογοσέρνω, αλογοσίδερο, αλογόσταυλος, αλογόστανη, αλογόστροφος, αλογοσύρτης, αλογοταγή, αλογοτόμαρο, αλογότριχα, αλογοφαγάς, αλογοφόρτι, αλογοφουρτούνα.
Translations
ace: guda; af: perd; als: hauspferd; alt: ат; am: ፈረስ; ang: hors; an: equus caballus; arc: ܣܘܣܝܐ; ar: خيل; ary: لعاود; arz: حصان; ast: equus ferus caballus; as: ঘোঁৰা; avk: okol; av: чу; ay: kawallu; azb: آت; az: ev atı; bar: roß; bat_smg: arklīs; ba: йорт аты; bcl: kabayo; be_x_old: конь свойскі; be: конь свойскі; bg: кон; bi: horse; bjn: kuda; bn: ঘোড়া; bo: རྟ།; br: marc'h; bs: konj; bxr: адуу; ca: cavall; cdo: mā; ceb: equus caballus; chr: ᏐᏈᎵ; chy: mo'éhno'ha; ckb: ئەسپ; co: cavaddu; csb: domôcy kóń; cs: kůň; cv: килти лаша; cy: ceffyl; da: hest; de: Hauspferd; diq: estor; el: άλογο; eml: cavàl; en: horse; eo: ĉevalo; es: equus ferus caballus; et: hobune; eu: zaldi; ext: equus ferus caballus; fa: اسب; fiu_vro: hopõn; fi: hevonen; fj: ose; fo: ross; frr: hingst; fr: cheval; fy: hynder; gan: 馬; ga: capall; gd: each; glk: اسب; gl: cabalo; gn: kavaju; gor: wadala; gu: ઘોડો; gv: cabbyl; hak: mâ; haw: lio; he: סוס הבית; hif: ghorra; hi: घोड़ा; hr: domaći konj; ht: cheval; hu: ló; hy: ձի; hyw: ձի; ia: cavallo; id: kuda; ik: tuttuqpak; ilo: kabalio; io: kavalo; is: hestur; it: equus ferus caballus; jam: aas; ja: ウマ; jbo: xirma; jv: jaran; kab: ayis; ka: შინაური ცხენი; kbd: шы; kbp: kpaŋnɔ; kk: жылқы; kn: ಕುದುರೆ; koi: вӧв; ko: 말; ks: گُر; ku: hesp; kv: вӧв; kw: margh; ky: жылкы; lad: kavayo; la: equus ferus caballus; lbe: чу; lfn: cavalo; lij: cavallo; li: taam peerd; lld: ciaval; lmo: equus ferus caballus; ln: farása; lo: ມ້າ; lt: naminis arklys; lv: mājas zirgs; mai: घोड़ा; map_bms: jaran; mdf: лишме; mg: soavaly; mhr: имне; min: kudo; mk: коњ; ml: കുതിര; mn: адуу; mrj: имни; mr: घोडा; ms: kuda; mt: żiemel; myv: лишме; my: မြင်း; mzn: اسپ; nah: cahuayoh; nds_nl: peerd; nds: peerd; ne: घोडा; new: सल; nl: paard; nn: hest; no: hest; nrm: j'va; nv: łį́į́ʼ; oc: equus caballus; olo: hebo; or: ଘୋଡ଼ା; os: бæх; pam: kabayu; pa: ਘੋੜਾ; pcd: cvau; pdc: gaul; pfl: pferd; pih: hoss;: koń domowy; pms: caval; pnb: گھوڑا; ps: آس; pt: cavalo; qu: kawallu; rm: chaval; rmy: gray; roa_rup: calu; ro: cal; rue: кінь; ru: домашняя лошадь; rw: ifarashi; sah: ат; sat: ᱥᱟᱫᱚᱢ; sa: अश्वः; scn: cavaddu; sco: horse; sc: caddu; sd: گهوڙو; se: heabuš; sg: mbarata; sh: domaći konj; simple: horse; sk: kôň; sl: domači konj; sm: solofanua; sn: bhiza; so: faras; sq: kali; srn: asi; sr: домаћи коњ; stq: hoangst; su: kuda; sv: häst; sw: farasi; szl: kůń; ta: குதிரை; tcy: ಕುದುರೆ; te: గుర్రం; tg: асп; th: ม้า; tl: kabayo; tr: at; tt: йорт аты; tyv: чылгы; udm: вал; ug: ئات; uk: кінь свійський; ur: گھوڑا; uz: ot; vec: caval; vep: hebo; vi: ngựa; vls: peird; vo: jevod; war: kabayo; wa: tchivå; wo: fas w; wuu: 马; xal: мөрн; yi: פערד; yo: ẹṣin; za: max; zea: paerd; zh_min_nan: bé; zh_yue: 馬; zh: 马