ἀδυσώπητος
English (LSJ)
ον,
A not to be put out of countenance, inexorable, Μοῖραι JHS32.274 (Pamphyl.), cf. Ph.2.543, Plu.2.64f. Adv. -τως, ἐνοχλεῖν ib.534b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδυσώπητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κάμῃ νὰ μεταβάλῃ τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του, ἢ νὰ ἐρυθριάσῃ, = ἀναίσχυντος, ἀνεξιλέωτος, Πλούτ. 2. 64F, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 534Β.