οὐετερανός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ, = Lat. A veteranus, IGRom.3.140 (Galatia), etc.; also οὐετρανός ib.99,142, etc.; written βετράνος in Zonar.
Greek Monolingual
οὐετερανός και οὐετρανός και βετράνος, ὁ (Α)
βετεράνος, παλαίμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veteranus «παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος» (βλ. λ. βετεράνος)].