πάμμικρος
English (LSJ)
ον, A very small, Arist.PA665b1, 669b29, Po.1450b37, Gal.18(2).753.
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr klein, Arist. part. anim. 3, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμῑκρος: -ον, μικρότατος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 2., 3. 7. 4, Ποιητ. 7, 9.
Greek Monolingual
πάμμικρος, -ον (Α)
ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικρός.
Russian (Dvoretsky)
πάμμικρος: очень маленький, крошечный, мельчайший (ζῷον Arst.).