παλινέμπορος

Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A retail-dealer, Phot.

German (Pape)

[Seite 450] ὁ, = παλιγκάπηλος, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παλινέμπορος: ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», μεταπράτης, Φώτ.· πρβλ. παλιγκάπηλος.

Greek Monolingual

παλινέμπορος, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἔμπορος.