πεντώνυμος

Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A called by five names, Tz.Proll.Com.p.29 K.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀνόματα, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Nauck Lex. Vindob. σ. 241.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που καλείται με πέντε ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].