πολυχρηστία

Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A great usefulness, Thphr.HP9.20.5.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρηστία: ἡ, μεγάλη χρησιμότης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύχρηστος
μεγάλη χρησιμότητα, μεγάλη ωφελιμότητα.