χρησιμότητα

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

η / χρησιμότης, -ητος, ΝΜΑ χρήσιμος
η ιδιότητα του χρήσιμου, του ωφέλιμου
νεοελλ.
φρ. α) «χρησιμότητα και αξία»
(οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου
β) «οριακή χρησιμότητα».
βλ. οριακός.

Translations

usefulness

Armenian: օգտակարություն; Catalan: utilitat; Chinese Mandarin: 效用, 用處, 用处; Czech: užitečnost; Dutch: bruikbaarheid; Esperanto: utilo, utileco; Finnish: hyödyllisyys; Greek: χρησιμότητα; Ancient Greek: χρεία, χρείη, χρησιμότης, χρῆσις; French: utilité; Galician: utilidade; Georgian: ვარგისობა, გამოყენებადობა; German: Nützlichkeit; Greek: χρησιμότητα; Hindi: उपयोगिता; Icelandic: gagnsemi; Japanese: 有用性; Latin: utilitas; Malayalam: പ്രയോജനം; Mwali Comorian: maana; Old English: nytnes; Polish: użyteczność; Portuguese: utilidade; Romanian: utilitate; Russian: полезность; Slovak: užitočnosť; Spanish: utilidad