τεκνοσσόος
English (LSJ)
ον, A driving forth his sons, of agenor, Nonn.D.3.322.
German (Pape)
[Seite 1083] Kinder rettend, erhaltend, Nonn. D. 3, 322.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοσσόος: -ον, ὁ σῴζων τὰ τέκνα, τεκνοσσόον οἶστρον Νόνν. Δ. 3. 322.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σώζει τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -σσόος (< σῶος), πρβλ. νηο-σσόος].