τετραβόλος

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A female animal which has given birth to offspring four times, ὄνοι θήλειαι τ. PSI1.79.10 (iii A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο-βόλος.
ὁ, Μ
είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος.