τέσσερεις
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, -ες, -α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες και πέσσυρες, πέσυρα και πέσσυρα και βοιωτ. τ. πέτταρες και συντετμημένος τ. τάρες Α
(απόλ. αριθμτ.) ο αριθμός που δηλώνει ένα σύνολο από τρεις και μία μονάδες
νεοελλ.
1. (με αρθρ. ουδ. εν. αριθμ.) το τέσσερα
α) ο παραπάνω αριθμός καθώς και το αριθμητικό ψηφίο με το οποίο αυτός δηλώνεται
β) συνεκδ. i) καθετί που έχει αυτόν τον αριθμό ως διακριτικό («το διαμέρισμα 4 της πολυκατοικίας»)
ii) καθένα από τα τραπουλόχαρτα που έχει στις γωνίες του το σχετικό σχήμα, το τεσσάρι («το τέσσερα σπαθί, μπαστούνι...»)
2. φρ. α) «είναι τέσσερεις» ή, απλώς, «τέσσερεις» — η τέταρτη π.μ. ή μ.μ. ώρα
β) «χτύπησε τέσσερεις» — σήμανε η τέταρτη ώρα
γ) «πάτησε [ή μπήκε] στα τέσσερα» — μπήκε στο τέταρτο έτος
δ) «δεν μέ μέλει τέσσερα» — αδιαφορώ τελείως
ε) «περπατά με τα τέσσερα» — μπουσουλάει
στ) «τα μάτια σου τέσσερα» — πρόσεχε πολύ
ζ) «δεν ξέρει πού παν' τα τέσσερα» — είναι ανίδεος
η) «στα τέσσερα» — πολύ γρήγορα
θ) «τέσσερεις τέσσερεις» — ανά τέσσερεις
ι) «δύο και δύο κάνουν τέσσερα»
μτφ. δηλώνει ότι ένα πράγμα, μία κατάσταση ή ένα γεγονός είναι καταφανές και αυταπόδεικτο ή ότι η άποψη, το επιχείρημα ή η πρόταση ενός ομιλητή δεν επιδέχεται καμιά απολύτως αντίρρηση
ια) «να τον πάνε τέσσερεις [ή τέσσαροι]»
(ως κατάρα) να πεθάνει
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά τέσσερα
α) τα τέσσερα απλά σώματα στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλέους
β) οι τέσσερεις βασικές αρχές της φιλοσοφίας του Επικούρου
γ) τα τέσσερα είδη της ποιότητας ή οι τέσσερεις αριστοτελικές έννοιες του ποιού
2. φρ. «διὰ τεττάρων» — μουσικό διάστημα τεσσάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλυτο αριθμητικό τέσσαρες, -α / τέτταρες ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kwet(w)e/or- «τέσσερα». Στον ελλ. τ. ο χειλοϋπερωικός φθόγγος kw- της Ινδοευρωπαϊκής αντιπροσωπεύεται με το οδοντικό σύμφωνο τ- πριν από φωνήεν -ε-, το συμφωνικό σύμπλεγμα -tw- με -σσ-/-ττ- και η δεύτερη συλλαβή εμφανίζει συνεσταλμένη μορφή -αρ-. Στον ιων. τ. τέσσερες (πρβλ. νεοελλ. τέσσερεις), ωστόσο, ο φωνηεντισμός -ε- της δεύτερης συλλαβής ξαφνιάζει και οφείλεται είτε σε καινοτομία της ιων. διαλέκτου είτε είναι παλαιός (πρβλ. λιθουαν. ketveri, αρχ. σλαβ. četverŭ). Ο τ. τέσσερες χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην Κοινή και είναι ο τ. που διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική με κατάλ. -εις, κατά το αριθμ. τρεις. Ο λεσβ. τ. πέσ(σ)υρες εμφανίζει χειλικό σύμφωνο π-, χαρακτηριστικό τών αιολ. διαλ. (πρβλ. ομηρ. πίσυρες, βοιωτ. πέτταρες) και ως προς τη δεύτερη συλλαβή συνεσταλμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. αρχ. ινδ. caturah, λιθουαν. keturi, γοτθ. fidur-), ο οποίος φαίνεται ότι είναι αρχαιότερος του φωνηεντισμού -αρ- του τέσσαρες. Ο ομηρ. τ. πίσυρες, εκτός του φωνηεντισμού -υρ- της δεύτερης συλλαβής και του ενός -σ-, πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών, είναι ο μοναδικός ελλ. τ. που εμφανίζει ασθενή βαθμίδα στην πρώτη συλλαβή με φωνηεντισμό -ι-, όπως και το λατ. quăttuor (πρβλ. γαλλ. quatre, ιταλ. quattro). Στη δωρ. διάλ., εξάλλου, μαρτυρείται ο τ. τέτορες, που εμφανίζει φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. βροτός) στη δεύτερη συλλαβή, όπως και τα: λατ. quăttuor, γοτθ. fidwor, αρμ. čork (πρβλ. και αγγλ. fair). Στον τελευταίο τ. επίσης χαρακτηριστική είναι η απουσία του -w- της ρίζας, όπως άλλωστε στη δοτ. πληθ. τέτρασι (παρλλ. αρχ. τ. του τέσσαρσι), στο τακτικό αριθμητικό τέτρατος / τέταρτος, στα ουσ. τετράς, τετρακτύς, στα επιρρμ. τετράκις, τέτραχα, στο αριθμ. τετρώκοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα) και, τέλος, στα σύνθ. με α' συνθετικό τετρα- (πρβλ. τετρά-γωνος, τετρα-ετής, τετρα-κόσιοι, τετρά-πους, βλ. λ. τετρα-). Η μορφή του α' συνθετικού τετρα- είναι αρχαιότερη και συνηθέστερη της μορφής τέσσαρα- (πρβλ. τεσσαράκοντα, τεσσαράβοιος) και μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: qetor-owe «με τέσσερα αφτιά, λαβές» (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού –r με -ορ-). Με τη ρίζα, τέλος, του αριθμητικού τέσσαρες συνδέονται οι λ. τράπεζα, τρυφάλεια και πιθ. το ανθρωπωνύμιο Τυρταίος].