φιλοπεύστης

Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].

Greek Monotonic

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, περίεργος.

Middle Liddell

φῐλο-πεύστης, ου, ὁ,
fond of enquiring, curious.