τό, Dor. for πτίλον, A v. Ψίλαξ (B).
[Seite 1399] τό, dor. statt πτίλον, Flügel, Feder, Paus. 3, 19, 6.
ψίλον: τό, Δωρ. ἀντὶ πτίλον· πρβλ. ψιλᾶς.
τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. πτίλο.