πτίλον

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτίλον Medium diacritics: πτίλον Low diacritics: πτίλον Capitals: ΠΤΙΛΟΝ
Transliteration A: ptílon Transliteration B: ptilon Transliteration C: ptilon Beta Code: pti/lon

English (LSJ)

[ῐ], Dor. ψίλον (q.v.), τό: (πέτομαι, πτέσθαι): prop. of
A soft feathers or down under the true feathers (πτίλα· πτερὰ ἁπαλά, Hsch., cf. Phot., Suid.), π. κύκνειον [S.]Fr.1127.3, cf. Clytus 1, Ael.NA12.4, etc.; κνεφάλλων ἢ πτίλων σεσαγμένος Pl.Com.97, cf.Eub.5; burned in order to spread pungent smoke, Plb.21.28.12; down on a youth's chin, D.H.Dem.51.
2 Com., of the plume of a helmet, φέρε νῦν ἀπὸ τοῦ κράνους μοι τὸ πτερόν. Ans. τουτὶ πτίλον σοι Ar.Ach.585, cf. 588; π. τὸ μέγα κομπολακύθου ib.1182.
II wing, prop. of insects, Arist.IA713a10; of the wing-like membrane in a kind of serpents, π. οὐ πτερωτά Hdt.2.76.
III anything like a feather or wing,
1 leaf, Nic.Th.524.
2 pl., sails of a ship, Lyc.25.

German (Pape)

[Seite 810] τό, Feder, Flaumfeder; Soph. frg. 708; Ar. Ach. 560. 1145; Pol. 22, 11; Luc. Gall. 28, Flügel; von den Flughäuten geflügelter Schlangen, Her. 2, 76; von Insecten, Arist. de inc. anim. 15. – Auch Daunen, womit Betten gestopft werden, Clen, Al. – Segel, Lycophr. 25. – Auch = φύλλον, Nic. Th. 524. 616. – Der erste Flaum am Kinn, Jac. A. Pal. p. 773. – Es scheint mit πέτομαι zusammenzuhangen, nicht mit τίλλω.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 plume légère, duvet;
2 aile d'insecte ou de serpent fabuleux.
Étymologie: R. Πετ, voler ; v. πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτίλον -ου, τό [~ πέτομαι] pluim, dons. vleugel:. πτίλα δὲ οὐ πτερωτὰ φορέει hij heeft ongevederde vleugels Hdt. 2.76.3.

Russian (Dvoretsky)

πτίλον: (ῐ) τό
1 мягкое перо (π. κύκνειον Soph.);
2 плюмаж, султан (sc. τοῦ κράνους Arph.);
3 летательная перепонка (τοῦ ὄφιος Her.);
4 (у насекомых), крылышко Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πτίλον: [ῐ], (πέτομαι, πτέσθαι)· - λέγεται κυρίως ἐπὶ τῶν μαλακῶν χνουδωτῶν πτερῶν, τῶν φυομένων ὑπὸ τὰ μεγάλα καὶ σκληρὰ πτερά, κοινῶς πούπουλα, (πτίλα· πτερὰ ἁπαλὰ Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.)· πτ. κύκνειον Ψευδο-Σοφ. Ἀποσπ. 708, (διότιλέξις οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ Τραγ., Pors. εἰς Εὐρ. Μήδ. 284), Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655D, Αἰλ. π. Ζ. 12. 4, κτλ.· κνεφάλλων ἢ πτίλων σεσαγμένος Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 4, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Ἀγχίσῃ» 1· - ὁ χνοῦς, τὸ «χνούδι», αἱ λεπταὶ τρίχες αἱ ἀναφυόμεναι κατὰ τὸν πώγωνα νεανίου, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 773· - ὁ Ἀριστοφ. χρῆται τῇ λέξει ὡς ὑποκορ. τοῦ πτερόν, = μικρὸν πτερόν, διότι ὅταν ὁ Δικαιόπολις λέγῃ φέρε νῦν ἀπὸ τοῦ κράνους μοι τὸ πτερόν, ὁ Λάμαχος ἀποκρίνεται τουτὶ πτίλον σοι, Ἀχ. 585, πρβλ. 588· καὶ σκωπτικῶς, πτίλον τὸ μέγα κομπολακύθου αὐτόθι 1182. ΙΙ. πτέρυξ, κυρίως ἐντόμου (πρβλ. πτιλωτός), Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15. 6· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς πρὸς πτέρυγα ὁμοίας μεμβράνης ὄφεών τινων, πτίλα οὐ πτερωτὰ Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἐπὶ πτηνῶν, Φιλόστρ. παρὰ Boisson. V. Marin. σ. 70. ΙΙΙ. πρᾶγμα ὁμοιάζον πρὸς πτηνὸν ἢ πτέρυγα, 1) φύλλον, Νικ. Θηρ. 524. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ ἱστία πλοίου, Λυκόφρ. 25.

Greek Monotonic

πτίλον: [ῐ], τό (πτέσθαι),·
I. χρησιμ. κυρίως για μαλακά χνουδωτά φτερά ή για τα πούπουλα κάτω από τα μεγάλα και σκληρά φτερά, κομμάτι φτερού, μικρό φτερό, σε Αριστοφ.· πρβλ. πτιλωτός·
II. πτεροειδής μεμβράνη σε ένα είδος φιδιού, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: fluff, soft feather, down, insect wing, metaph. leaf etc. (IA.).
Compounds: Some compp., e.g. πτιλό-νωτος with a fluffy back (AP), τετρά-πτιλος with four fluff-feathers (Ar.).
Derivatives: 1. πτιλ-ωτός provided with πτίλα (Arist., Att. inscr.); 2. -όομαι, -όω to be equipped with πτ. esp. to equip with πτ. (late) with -ωσις f. fluff-forming (Ael.), also of a disease of the eyelid and -lashes (Gal.); to this as backformation πτίλος disease of the eyelids (LXX, Gal. a.o.) and with expressive gemination πτίλλος = lippus (Gloss.); to be rejeced Güntert Reimwortbildungen 125 f.; 3. -ώσσω to have a disease of the eyelids (lashes) (Archyt.; Schwyzer 733).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like πτερόν, πτέρυξ (s. vv.) from πτ-έσθαι, w. hypocoristic ιλο-suffix (Chantraine Form. 248 f., Schwyzer 485; diff. Specht Ursprung 157 a. 164). Far remain both πταίω (s.v.) and Lat. pilus hair and vespertīliō bat (s. W.-Hofmann s.v.). -- On Dor. ψίλον (Paus. 3, 19,6) s. Bechtel Dial. 2, 319f. -- Furnée 263 takes πτίλον - ψίλον as evidence for a Pre-Greek word. He adds to the cognate forms also Lat. pilus. An IE *pth₂-ilo- does not seem convincing.

Middle Liddell

πτῐ́λον, ου, τό, πτέσθαι
I. used properly of the soft feathers or down under the true feathers, a piece of down, a plumelet, Ar.; cf. πτιλωτός.
II. a wing-like membrane in a kind of serpent, Hdt.

Frisk Etymology German

πτίλον: {ptílon}
Grammar: n.
Meaning: Flaum, Flaumfeder, Daune, Insektenflügel, übertr. Blatt (ion. att.).
Composita: Einige Kompp., z.B. πτιλόνωτος mit flaumigem Rücken (AP), τετράπτιλος mit vier Flaumfedern (Ar.).
Derivative: Davon 1. πτιλωτός mit πτίλα versehen (Arist., att. Inschr.); 2. -όομαι, -όω ‘mit πτ. ausgerüstet sein bzw. ausrüsten’ (sp.) mit -ωσις f. Flaumbildung (Ael.), auch von einer Krankheit der Augenlider und Augenwimpern (Gal. u.a.); dazu als Rückbildung πτίλος krank an den Augenlidern (LXX, Gal. u.a.) und mit expressiver Gemination πτίλλος = lippus (Gloss.); abzulehnen Güntert Reimwortbildungen 125 f.; 3. -ώσσω ‘an den Augenlidern (Augenwimpern) kranken’ (Archyt.; Schwyzer 733).
Etymology: Wie πτερόν, πτέρυξ (s. dd.) von πτέσθαι, u. zw. m. hypokoristischem ιλο-Suffix (Chantraine Form. 248 f., Schwyzer 485; anders Specht Ursprung 157 u. 164). Fern bleiben sowohl πταίω (s.d.) wie lat. pĭlus Haar und vespertīliō Fledermaus (s. W.-Hofmann s.v.). — Zu dor. ψίλον (Paus. 3, 19,6) s. Bechtel Dial. 2, 319f.
Page 2,614

Mantoulidis Etymological

(=πούπουλο). Ἀπό τό πτέσθαι, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.