ψελιοφόρος

Revision as of 16:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A wearing bracelets, Hdt.8.113.

German (Pape)

[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des bracelets.
Étymologie: ψέλιον, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί ψέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον + -φόρος].

Greek Monotonic

ψελιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά βραχιόλια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψελιοφόρος: носящий запястья или браслеты (Πέρσαι ἄνδρες Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελιοφόρος -ον [ψέλιον, φέρω] armbanden dragend.

Middle Liddell

ψελιο-φόρος, ον, φέρω
wearing bracelets, Hdt.