ἀμηχανοεργός

Revision as of 17:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

όν, A unfit for work, Hes.Fr.198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχᾰνοεργός: -όν, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀποσπ. 13.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνοεργός) -όν
incapaz de trabajar γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.Fr.123.

Greek Monolingual

ἀμηχανοεργός, -όν (Α)
ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἀμηχᾰνοεργός: неспособный к труду Hes.