ἀνάχωσμα

Revision as of 17:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A silted mound, Sch.Ar.Eq.527.

German (Pape)

[Seite 215] = ἀνάχωμα, ποταμῶν, die von den Flüssen abgesetzte, aufgehäufte Erde, Schol. Ar. Equ. 525.

Spanish (DGE)

-ματος, τό aluvión Sch.Ar.Eq.527.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάχωσμα)
συσσώρευση χώματος, μικρός σωρός από την ιλύ ποταμού.