συσσώρευση

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο μέρος, σχηματισμός σωρού από πολλά πράγματα ή από μικρότερους σωρούς
2. βιολ. διαδικασία με την οποία η συγκέντρωση ορισμένων ουσιών στο περιβάλλον, η οποία είναι κατά κανόνα μικρή, αυξάνεται κατά τα διαδοχικά στάδια τών τροφικών αλυσίδων
3. μτφ. συνάθροισησυσσώρευση επιχειρημάτων»)
4. φρ. α) «συσσώρευση κεφαλαίου»
(οικον.) η διαδικασία με την οποία ένα μέρος του εθνικού εισοδήματος επενδύεται για ενίσχυση του κεφαλαίου
β) «σημείο συσσώρευσης»
μαθημ. σημείο προς το οποίο τείνουν τα σημεία μιας τουλάχιστον απέραντης ακολουθίας η οποία λαμβάνεται από το θεωρούμενο σύνολο
γ) «βαθμός συσσώρευσης»
βιολ. μέτρο βιολογικής συγκέντρωσης βαρέων μετάλλων ή μη μεταλλικών στοιχείων στα φυτά, το οποίο εκφράζεται ως το επί τοις εκατό πηλίκο της συγκέντρωσης τών στοιχείων αυτών στα φυτά που απαντούν σε μολυσμένα εδάφη προς αυτήν τών φυτών που απαντούν σε μη μολυσμένα εδάφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωρεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συσσώρευσις, μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα].