ἀστραγαλώδης

Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A shaped like an ἀστράγαλος, Tz.H.10.231.

German (Pape)

[Seite 377] ες, von der Gestalt des ἀστράγαλος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλώδης: -ες, ἔχων το σχῆμα ἀστραγάλου, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 231

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγᾰλώδης) -ες
semejante a una taba ὀστάρια τινὰ ἀστραγαλώδη Tz.H.10.224.

Greek Monolingual

ἀστραγαλώδης, -ες (Μ)
διαμορφωμένος σε σχήμα αστραγάλου.