ἀστραγαλώδης
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ἀστραγαλῶδες, shaped like an ἀστράγαλος, Tz.H.10.231.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰγᾰλώδης) -ες
semejante a una taba ὀστάρια τινὰ ἀστραγαλώδη Tz.H.10.224.
German (Pape)
[Seite 377] ες, von der Gestalt des ἀστράγαλος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγᾰλώδης: -ες, ἔχων το σχῆμα ἀστραγάλου, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 231
Greek Monolingual
ἀστραγαλώδης, -ες (Μ)
διαμορφωμένος σε σχήμα αστραγάλου.