ἄδρεπτος
English (LSJ)
ον, A unplucked, A.Supp.663 (lyr.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄδρεπτος: -ον, ὁ μὴ δρεφθείς, ἀτρύγητος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 663 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut cueillir.
Étymologie: ἀ, δρέπω.
Spanish (DGE)
-ον no cortado ἥβας δ' ἄνθος ἄ. A.Supp.663.
Russian (Dvoretsky)
ἄδρεπτος: несрываемый: ἥβας ἄνθος ἄδρεπτον ἔστω Aesch. пусть цвет юности останется нетронутым (войной).