δρέπω
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
Ep. impf.
A δρέπον h.Cer.425: aor. 1 ἔδρεψα Hdt.2.92, (ἀπο-) Pi.P.9.110: aor. 2 ἔδρᾰπον ib.4.130: Aeol. subj. δρόπωσιν Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 23:—Med., Dor. fut. δρεψεῦμαι Theoc.18.40: aor. ἐδρεψάμην Od.12.357, etc.:—Pass., aor. ἐδρέφθην Philostr.V A8.7.5:—pluck, ἄνθεα h.Cer.425, Hdt.2.92, cf. E.El.778, Ion889 (lyr.); κασίην Hdt.3.110: metaph., gain possession of or gain enjoyment of, δ. τιμάν, ἥβαν, Pi.P.1.49, 6.48, etc.; ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ᾽ ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον = for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living ib. 4.130; δ. κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο Id.O.1.13; σοφίας καρπὸν δ. Id.Fr.209; λειμῶνα Μουσῶν δ., of a poet, Ar.Ra.1300.
II Med., pluck for oneself, cull, φύλλα δρεψάμεναι… δρυός Od.12.357; νάρκισσον… δρεπόμην h.Cer.429; Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι ἄωτον Pi.N.2.9; ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων δρεπόμενοι τὰ μέλη Pl.Ion534b; στεφάνως δρεψεύμεναι Theoc. 18.40; κενεὰς ἐλπίδας ἐδρεπόμαν AP12.125 (Mel.); ἡδύσματα παρὰ τῆς ποιητικῆς Μούσης Jul.Or.7.207c; ψυχὴν θείαν Orph.Fr.228; αἷμα δρέψασθαι = cull the fruits of murder, A. Th.718, cf. Bion 1.22: abs., E. Hipp.81: c. gen., κατὰ καιρὸν ἐρώτων δ. Pi.Fr.123.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. sin aum. δρέπον h.Cer.425, v. med. δρεπόμην h.Cer.429, dór. ἐδρεπόμαν AP 9.723.2 (Antip.Sid.), 12.125.4 (Mel.); fut. part. med. δρεψεύμενος Theoc.18.40; aor. tem. ἔδραπον Pi.P.4.130, lesb. subj. 3a plu. δρόπωσιν Alc.119.15]
I 1coger, recoger, cortar flores, frutos δάφνης ἐριθηλέος ὄζον Hes.Th.31, ἄνθεα h.Cer.425, AP 4.2.1 (Philippus), Orph.A.1192, ὄμφακας ὠμοτέραις Alc.l.c., κασίην Hdt.3.110, μυρσίνης πλόκους E.El.778, κρόκεα πέταλα φάρεσιν ἔδρεπον recogía pétalos de azafrán en mi vestido E.Io 889, χλοερὸν ... φύλλον Anacreont.60.22, cf. Hdt.2.92, E.IA 1299, AP 9.723.2 (Antip.Sid.), Amph.Seleuc.61, en v. pas. ἐπειδὴ μὴ ἀπ' ἐμψύχου ἐδρέφθη (λίνον) Philostr.VA 8.7
•fig. σοφίας καρπὸν δ. Pi.Fr.209, εἴπερ ὀπώρην ἀβλήτου χρῄζει δρέψαι ἀπ' ἀκρεμόνος si desea cortar el fruto de (mi) rama intacta sent. erót. AP 9.563.6 (Leon.)
•en v. med. mismo sent. φύλλα ... δρεψάμενοι ... δρυός Od.12.357, (ἄνθεα) ἐγὼ δρεπόμην περὶ χάρματι h.Cer.429, χλοερὰ δρεπομέναν ἔσω πέπλων ῥόδεα πέταλα E.Hel.244, cf. Arist.Mir.846a30, ὑακίνθινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασθαι Theoc.11.27, ἐς λειμώνια φύλλα ἑρψεῦμες στεφάνως δρεψεύμεναι iremos en busca de las hojas del prado para formar coronas Theoc.18.40, δρέψατο ... λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶν Orph.A.1000, cf. Amph.Seleuc.45, θῆλυς ὄφις ... δρεψαμένη Διὸς ἄνθος ... γενείῳ una serpiente hembra arrancando la flor de Zeus con su mandíbula Nonn.D.25.527, cf. Ph.1.278, Porph.Abst.2.5
•tb. c. gen. τῆς ῥοδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι Basil.Gent.4
•fig. αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι segar la sangre del propio hermano, e.e., dar muerte a un hermano A.Th.718, cf. Bio 1.22, ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ... δρεπόμενοι τὰ μέλη de fuentes que manan miel recolectando los versos Pl.Io 534b, φλυάκων ἐκ τραγικῶν ἴδιον κισσὸν ἐδρεψάμεθα AP 7.414.4 (Noss.), cf. GVI 764.2 (Notion I/II d.C.), Nonn.D.1.351, Aen.Gaz.Ep.2.
2 poét. en metáf., c. ac. de prados o campos segar, recolectar, coger las flores o los frutos de λειμῶνα Μουσῶν ἱερὸν ... δρέπων de la inspiración poética, Ar.Ra.1300, εἰς τὸν λειμῶνα καθίσας ἔδρεπεν ἕτερον ἐφ' ἑτέρῳ αἰρόμενος ref. la insaciabilidad de la infancia que va de flor en flor, E.Fr.Hyps.p.83, νᾶμα Πολυάνθου δρέπων cosechando la corriente del Poliantes, e.e., bebiendo de sus aguas Lyc.1046
•tb. en v. med. (λειμῶνα) τούτοις δρέπεσθαι ... θέμις a éstos (los castos) les es permitido recolectar los frutos de este prado E.Hipp.81.
II sólo fig., c. ac. de abstr. obtener, alcanzar c. idea de disfrutar de τιμάν Pi.P.1.49, εὐζοίας ἄωτον Pi.P.4.130, ἥβαν Pi.P.6.48, δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἀπὸ πασᾶν alcanzando las cimas de todas las virtudes Pi.O.1.13
•en v. med. mism. sent. Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον recogiendo la más bella excelencia de las fiestas ístmicas Pi.N.2.9, θαλερὰν φρένα ἐδρέψατο Lyr.Adesp.7(e).18, ψυχὴν θείαν Orph.Fr.228b, ἐλπίδας AP 12.125.4 (Mel.), τῆς ὄψεως ... δρεπομένης τὸ ἡδὺ τῶν βλεπομένων Luc.Dom.9, ἡδύσματα ... παρὰ τῆς ποιητικῆς Μούσης ἐδρέψατο Iul.Or.7.207c
•c. gen. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι Pi.Fr.123.1.
• Etimología: Forma rel. c. het. tripzi, de *drep-, prob. forma alargada c. -p- sobre *der- (cf. δέρω); en grado alargado ō da lugar a δρώψ q.u., etc.
German (Pape)
[Seite 666] (vgl. δρύπτω), brechen, abbrechen, abpflücken, abschneiden, bes. Blumen u. Früchte; ἄνθεα H. h. Cer. 425; τὴν κασίην Her. 3, 110; καρπόν Plat. Tim. 91 c. – Übertr., εὐζωᾶς ἄωτον δραπών Pind. P. 4, 130; σοφίας καρπόν frg. 227; κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο Ol. 1, 13; τιμάν P. 1, 49; ἥβαν 6, 48, d. i. die Ehre, die Jugend wie eine Blüte pflücken, ihrer froh werden, sie genießen; λειμῶνα Μουσῶν, vom Dichter, Ar. Ran. 1300. – Häufiger im med., für sich pflücken, ernten; φύλλα δρεψάμενοι τέρενα δρυός Od. 12, 357, ἅπαξ εἰρημ., var. lect. ἐρεψάμενοι, s. Scholl.; – Eur. Hel. 250; πολλὰ ἀπὸ πολλῶν δρεπόμενοί τε καὶ νεμόμενοι Plat. Rep. III, 401 c; u. übertr., Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι ἄωτον Pind. N. 2, 9; στεφάνως δρεψεύμεναι Theocr. 18, 40; ἀπὸ κρηνῶν δρεπόμενοι τὰ μέλη Plat. Ion 534 b; σοφίην Dionys. 9 (VII, 716); χάριτας, Ἀφροδίτην, Antp. Sid. 83 (VII, 218); sogar αἷμα δρέψασθαι, Blut kosten, vergießen, Aesch. Spt. 700; vgl. βάτοι ἱερὸν αἱμα δρέπονται, sie letzen sich am Blute, Bion. 1, 22. Auch c. gen, ἐρώτων Pind. frg. 88; Philostr.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔδρεψα, ao.2 ἔδραπον, pf. inus;
Pass. seul. ao. ἐδρέφθην;
cueillir;
Moy. δρέπομαι (f. δρέψομαι, ao. ἐδρεψάμην) cueillir pour soi, acc..
Étymologie: R. Δραπ, cueillir, faucher.
Russian (Dvoretsky)
δρέπω: (fut. δρέψομαι, aor. 1 ἔδρεψα, aor. 2 ἔδρᾰπον) срывать, собирать (med. φύλλα δρυός Hom.; ἄνθεα HH; med. ἄγρευμα ἀνθέων Plut.; τὴν κασίην Her.; καρπὸν ἀπὸ δένδρων Plat. - v.l. καταδρέπω; med. στεφάνως Theocr.; перен.: εὐζωᾶς ἄωτον Pind.; med. ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων τὰ μέλη Plat.: σοφίην Anth.): δ. λειμῶνα Arph. собирать цветы на лугу: αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι Aesch. обагрить себя братской кровью.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπω: Ἐπ. παρατ. δρέπον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 425· ἀόρ. α΄ ἔδρεψα Ἡρόδ. 2. 92, Πίνδ.· ἀόρ. β΄ ἔδρᾰπον Πίνδ. ― Μέσ., Δωρ. μέλλ. δρεψεῦμαι Θεόκρ. 18. 40· ἀόρ. ἐδρεψάμην Ὀδ., κλπ. ― Παθ., ἀόρ. ἐδρέφθην Φιλόστρ. 334 (ἴδε ἐν λ. δέρω· ἐντεῦθεν παράγονται τὰ δρεπάνη, δρέπανον). Κόπτω (καὶ συλλέγω), Λατ. carpo, ἄνθεα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 425, Ἡροδ. 2, 92, Εὐρ., κτλ.· κασίην Ἡρόδ. 3. 110· καρπὸν Πλάτ. Τιμ. 91C· ― μεταφ. ὡς τὸ Λατ. decerpere, κτῶμαι, καταλαμβάνω, ἀπολαύω τινός, δρ. τιμάν, ἥβαν Πίνδ. Π. 1. 95., 6. 48, κτλ.· καὶ πληρέστερον, δραπὼν ζωᾶς ἄωτον αὐτόθι 4. 234· κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο δρ. ὁ αὐτ. Ο. 1. 20· δρ. σοφίας καρπὸν ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 227· λειμῶνα Μουσῶν δρ., περὶ ποιητοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 1300. ΙΙ. Μεσ., κόπτω, συλλέγω χάριν ἐμαυτοῦ, φύλλα δρεψάμεναι… δρυὸς Ὀδ. Μ. 357· νάρκισσον… δρεπόμην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 429· Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι ἄωτον Πίνδ. Ν. 2. 13· ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων δρεπόμενοι τὰ μέλη Πλάτ. Ἴωνι 534Β· ― καὶ κατὰ τολμηρὰν μεταφορὰν ὁ Αἰσχύλ. λέγει: αἷμα δρέπομαι, χύνω αἷμα, Θήβ. 718, πρβλ. Βίωνα 1. 22.
English (Autenrieth)
aor. mid. part. δρεψάμενοι: pluck, cull, Od. 12.357†.
English (Slater)
δρέπω (δρέπει; -ῃ; -ων, -οντες; -ειν: aor. δρᾰπών: med. δρέπεσθαι.) cull, reap met., enjoy δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν (sc. Ἱέρων) (O. 1.13) εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (sc. Ἰάσων) (P. 4.130) νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων (P. 6.48) καρπὸν δρέποντες fr. 6b. f. ἄν]θεα τοια[υτ ] ὑμνήσιος δρέπῃ (Pae. 12.5) ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209. med. θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9) c. gen.? χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ (possibly tmesis, κατὰ δρέπεσθαι) fr. 123. 1. in tmesis ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι v. ἀποδρέπω fr. 122. 8.
Greek Monolingual
(AM δρέπω, Α και δρέπτω)
1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους»)
2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους»)
αρχ.
μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δρέπω ανάγεται σε ρίζα drep-, μηδενισμένη βαθμίδα (dr-) της ρίζας der- «γδέρνω, ξεσχίζω, αποχωρίζω» (πρβλ. δέρω) παρεκτεταμένη με -ep- (dr--ep-). Συνδέεται με τα δρύπτω / δρύφω και παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό με τα τρέπω, κλέπτω. Από το δρέπω προήλθε και το δρεπάνη.
Greek Monotonic
δρέπω: Επικ. παρατ. δρέπον, αόρ. αʹ ἔδρεψα, αόρ. βʹ ἔδρᾰπον — Μέσ. Δωρ. μέλ. δρεψεῦμαι·
I. κόβω και συλλέγω, μαζεύω, Λατ. carpo, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., απανθίζω, συλλέγω, σταχυολογώ, δρ. λειμῶνα Μουσῶν, λέγεται για έναν ποιητή, σε Αριστοφ.
II. Μέσ., συλλέγω, μαζεύω για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., δρεπόμενοι τὰ μέλη, σε Πλάτ.· επίσης, αἷμα δρέψασθαι, χύνω αίμα, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to pluck, cut off (Od.).
Other forms: (δρέπτω Mosch.), aor. δρέψαι (also δραπών Pi., δρόπωσιν [subj.] Alc.)
Compounds: Compp. with ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-. In comp., e. g. δρεπανη-φόρος sickle-carrying (X.) with -η- for -ο- favoured by the rhthm, cf. Schwyzer 438f.
Derivatives: δρεπάνη (Il.), δρέπανον (Od.) sickle (δράπανον Epigr.) with δρεπανηΐς id. (Nic.; Chantraine 346), δρεπάνιον (Seleuk. ap. Ath.); δρεπανίς (the bird) Alpine swift (Arist., because of the form of the wings, Thompson Birds s. v.; H. also δραπανίδες εἶδος ὀρνέου), δρεπανώδης sickle-shaped (Agath.). - δρέμμα κλέμμα ("about stealing fruit?", v. Blumenthal Hesychst. 35, unless for κλῆμα), οἱ δε κλάσμα H. - δρεπτεῖς H., δρεπεῖς EM = τρυγηταί, who gathers ripe fruits s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 81. Beside δρέπω with ω δρῶπαξ m. pitch-plaster, with δρωπακίζω apply a depilatory, tear out one's hairs with δρωπακισμός, -ιστής, -ίστρια (medic.). Also δρώπτης πλανήτης, πτωχός H.?
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [211] *drep- pluck
Etymology: The form δρωπ- is found in Slavic, in a word for scratch, tear, e. g. Russ. drápa-ju, -ti (sec. drjáp-), Pol. drapać, Skr. drâpām, drápati etc.; zero grade (δραπών etc.) in Bulg. dъ́rpam, Skr. dr̂pām, dŕpati. From IE *drōp- also Latv. druõpstala schnitzel, crumb. Very uncertain is relation with OWNo. trǫf n. pl. fringes etc. (IE *drop-) and Gallorom. drappus cloth, linen etc. - δρέπω can be derived from δέρω as *dr-ep-; compare τρέπω, κλέπτω (s. vv.). A parallel of δρεπάνη is Arm. artevan, -anac` eyebrow (after the form); REArm. 17 (1983) 21f. - From Greek Alb. drapën sickle. - See δρῶπαξ s.v.
Middle Liddell
I. to pluck, cull, Lat. carpo, Hdt., Eur., etc.:—metaph. to cull flowers from a field, δρ. λειμῶνα Μουσῶν, of a poet, Ar.
II. Mid. to pluck for oneself, cull, Od.: metaph., δρεπόμενοι τὰ μέλη Plat.; even, αἷμα δρέψασθαι to shed it, Aesch.
Frisk Etymology German
δρέπω: {drépō}
Forms: (δρέπτω Mosch., Opp. usw.), Aor. δρέψαι (auch δραπών Pi., δρόπωσιν [Konj.] Alk.)
Grammar: v.
Meaning: pflücken, abschneiden (seit Od.).
Composita: Kompp. mit ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-.
Derivative: Davon δρεπάνη (vorw. poet. seit Il.), δρέπανον (seit Od.) Sichel (δράπανον Epigr.) mit δρεπανηΐς ib. (Nik.; zur Bildung Chantraine 346), δρεπάνιον (Seleuk. ap. Ath.); δρεπανίς Mauerschwalbe (Arist., wegen der Form der Flügel, Thompson Birds s. v.; H. auch δραπανίδες· εἶδος ὀρνέου), δρεπανώδης sichelförmig (Agath.). In Komp., z. B. δρεπανηφόρος sicheltragend (X.) mit vom Satzrhythmus begünstigtem -η- für -ο-, vgl. Schwyzer 438f. — δρέμμα· κλέμμα ("etwa vom Obstdiebstahl", v. Blumenthal Hesychst. 35, falls nicht für κλῆμα), οἱ δὲ κλάσμα H. — δρεπτεῖς H., δρεπεῖς EM = τρυγηταί, Winzer, wohl direkt zu δρέπ(τ)ω, s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 81. Neben δρέπω steht mit ω-Abtönung δρῶπαξ m. Pechmutze, wovon δρωπακίζω eine Pechmütze anlegen, die Haare ausreißen mit δρωπακισμός, -ιστής, -ίστρια (Mediz. u. a.). Hierher wohl auch δρώπτης· πλανήτης, πτωχός H.
Etymology: Das dehnstufige δρωπ- findet sich in einem slavischen Wort für kratzen, reißen, z. B. russ. drápa-ju, -ti (sek. drjáp-), poln. drapać, skr. drâpām, drápati usw. Daneben Schwundstufe (δραπών usw.) in bulg. dъ́rpam, skr. dr̂pām, dŕpati. Auf idg. drōp- fußt auch lett. druõpstala Schnitzel, Stückchen, Krümchen. Sehr unsicher ist die Verwandtschaft von awno. trǫf n. pl. Fransen usw. (idg. *drop-) und von gallorom. drappus Tuch, Leinen usw. (W.-Hofmann s. v.). — Daß δρέπω irgendwie nut δέρω zusammenhängt, ist längst vermutet worden; ähnliche Bildungen sind u. a. τρέπω, κλέπτω (s. dd.). — Aus dem Griech. stammt wahrscheinlich alb. drapën Sichel. — WP. 1, 801f. m. Lit., Pok. 211.
Page 1,417