ὀδοντοξέστης

Revision as of 12:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A instrument for cleaning the teeth, Poll.2.96.

German (Pape)

[Seite 293] ὁ, der Zahnglätter, ein Werkzeug der Aerzte, Poll. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοξέστης: ὁ, ἐργαλεῖον ἰατρῶν πρὸς ξέσιν καὶ καθαρισμὸν τῶν ὀδόντων, Πολύδ. Β΄, 96, πρβλ. ὀδοντογλυφίς.

Greek Monolingual

ο (Α ὀδοντοξέστης)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω»), πρβλ. επι-ξέστης.