λειαίνω
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.
German (Pape)
ion. und ep. = λεαίνω.
Russian (Dvoretsky)
λειαίνω: (эп. fut. λειανέω, aor. ἐλείηνα и λείηνα) эп.-ион. = λεαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
English (Autenrieth)
(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.
Greek Monolingual
(Α λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.
Greek Monotonic
λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.