καταμαστιγόω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1363] geißeln, Liban., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαστιγόω: καὶ καταμαστίζω, κτυπῶ ἰσχυρῶς διὰ τῆς μάστιγος, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6.
[Seite 1363] geißeln, Liban., l. d.
καταμαστιγόω: καὶ καταμαστίζω, κτυπῶ ἰσχυρῶς διὰ τῆς μάστιγος, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6.