κοιλοκρόταφος

Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with hollow temples, Aret.SD2.7.

German (Pape)

[Seite 1466] mit hohlen Schläfen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοκρότᾰφος: -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.

Greek Monolingual

κοιλοκρόταφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κρόταφος (< κρόταφος), πρβλ. δολιχο-κρόταφος, πολιο-κρόταφος.