λινεύω

Revision as of 03:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

catch with nets, λ. γυργαθοῖς Peripl.M.Rubr.15.

German (Pape)

[Seite 49] mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεύω: ἁλιεύω, «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.

Greek Monolingual

λινεύω (Α) λίνον
συλλαμβάνω με τα δίχτια, αλιεύω, ψαρεύω.