λίνον

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐ́νον Medium diacritics: λίνον Low diacritics: λίνον Capitals: ΛΙΝΟΝ
Transliteration A: línon Transliteration B: linon Transliteration C: linon Beta Code: li/non

English (LSJ)

[ῐ], τό,
A anything made of flax (v. fin.)
1 cord, fishing-line, fishing line, Il.16.408; thread spun from a distaff, E.Or.1431 (lyr.), Archipp. 38, etc.: pl., E.Tr.537 (lyr.); thread for stringing jewels, ὅρμον χρυσείοισι λίνοισιν ἐερμένον h.Ap.103; ἄλλα παντοδαπὰ χρυσᾶ ἀνηρμένα ἐπὶ λίνου IG11(2).208.22 (Delos, iii B. C.); thread used as a ligature, Gal. 2.669.
2 metaph., thread of destiny spun by the Fates, Il.20.128, Od.7.198, etc.: pl., τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν = but all the thread granted him by the Fates had run out Theoc.1.139, cf. Call.Lav.Pall.104; ὑπὲρ τὸ λίνον = ὑπὲρ μόρον (against fate), Luc.JConf.2.
3 prov., with or without neg., λίνον λίνῳ συνάπτειν, i.e. join like with like, deal with matters of like kind, Pl.Euthd.298c, Stratt.38, Arist. Ph.207a17.
4 fishing-net, ἀψῖσι λίνου ἁλόντε Il.5.487, cf. κλωστήρ ΙΙ; also, hunting-net, Theoc.8.58, 27.17; for catching birds, D.S.1.60, AP9.396 (Paul. Sil.), 343 (Arch.); λ. δορκάδεια = hunting-nets for gazelles, PCair.Zen.524 (iii B. C.).
5 linen, linen cloth, Il. 9.661, Od.13.73, 118: pl., linen cloths, linen garments, A.Supp.121, 132 (both lyr.): sg., linen garment, Apoc.15.6; sail cloth, Ar.Ra.364, A.R.1.565, etc.
6 flax for spinning, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ar. Ra.1347, cf. PRev.Laws39.7 (iii B. C.), etc.; λίνον Καρπάσιον = asbestos, Paus.1.26.7.
II the plant flax also known as common flax or linseed, Linum usitatissimum, λίνον ἐργάζεσθαι Hdt.2.105, etc.; λίνου σπέρμα = linseed, Th.4.26: pl., ἡ ἐκ των λ. δημιουργία Pl.Plt. 280c.
2 = θυμελαία, Dsc.4.172.
3 = χρυσόγονον, ib.56.
4 λίνον πύρινον, an unknown plant, Thphr. HP9.18.6.
5 λίνον ἀπὸ τῶν δενδρέων cotton, Gossypium herbaceum, Nearch. ap. Arr.Ind.1.16.1.
III v. Λίνος ΙΙ. (Lith. linaĩ pl. 'flax', with ῐ as in Gr., but Lat. linum, OE. lin, etc. with ῑ: ῑ also in the doubtful words λινόσαρκος, λινοπτάομαι, ἀμφίλινος.)

German (Pape)

[Seite 49] τό, der Flachs, die Leinpflanze, wie man λίνοιο ἄωτον erklären kann, Il. 9, 661; λίνον μόνοι οὗτοι ἐργάζονται, Her. 2, 105; λίνου σπέρμα, Leinsamen, Thuc. 4, 26; τὴν ἐκ τῶν λίνων δημιουργίαν, Plat. Polit. 280 c; – alles aus der Leinpflanze Gemachte, z. B. der flächsene, leinene Faden, Zwirn, z. B. die Angelschnur, Il. 16, 408; ἁ δὲ λίνον ήλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσε Eur. Or. 1431, Troad. 537 u. A.; bes. der Schicksals-, Lebensfaden, den die Schicksalsgöttinnen dem Menschen spinnen, ὅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, Il. 20, 128, wie Od. 7, 198 u. sp. D., μοιρᾶν ὧδ' ἐπένευσε λίνα, Callim. Lav. Pall. 104; Theocr. 1, 139; daher ὑπὲρ τὸ λίνον, gegen das Geschick, wie ὑπὲρ μόρον, Luc. Iov. conf. 2. – Auch das aus Fäden geflochtene Fangnetz der Fischer, Il. 5, 487; Aesch. Ch. 500 (in welcher Bedeutung es nach den alten Gramm. auch masc. sein soll); Ath. VII, 284 b u. öfter in der Anth.; auch vom Jagdnetze, Theocr. 27, 16; – d as aus leinenen Fäden Bereitete, Leinwand, Il. 9, 661 Od. 13, 73. 118, ein leinenes Tuch, leinenes Gewand, Aesch. Suppl. 114. 125; auch Segeltuch, Segel, Ap. Rh. 1, 565; Luc. Amor. 6. – Sprichwörtlich οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; vgl. Diogen. 6, 16 u. Zenob. 1, 96, Schwaches mit Schwachem verknüpfen. – S. noch λίνος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
A. lin, plante : λίνου σπέρμα THC graine de lin;
B. objet fabriqué avec du lin :
I. fil ; fil des Parques, fil de la vie ; ὑπὲρ τὸ λίνον LUC en dépit du destin;
II. engin de pêche ou de chasse :
1 ligne à pêcher;
2 filet de pêcheur;
3 filet de chasseur;
III. vêtement de lin;
NT: mèche ; lumignon.
Étymologie: cf. lat. linum.

Russian (Dvoretsky)

λίνον: (ῐ) τό тж. pl.
1 лен: λίνου σπέρμα Thuc. льняное семя; ἡ ἐκ τῶν λίνων δημιουργία Plat. обработка льна;
2 льняная нить, пряжа (λ. δακτύλοις ἑλίσσειν Eur.): λ. λίνῳ συνάπτειν погов. Plat. связывать нить с нитью, т. е. чинить гнилую ткань;
3 перен. (в связи с нитью Мойр) нить судьбы, судьба: ὑπὲρ τὸ λ. погов. Luc. судьбе вопреки;
4 льняная леса (ἰχθὺν λίνῳ, sc. ἕλκειν Hom.);
5 льняная сеть (ἁψῖδες λίνου Hom.);
6 льняная ткань, полотно Hom., Aesch.;
7 парус Arph., Luc.;
8 льняная одежда (ἐνδεδυμένος λίνον καθαρόν NT);
9 светильня (λ. τυφόμενον NT).

Greek (Liddell-Scott)

λίνον: [ῐ], τό, πᾶν πρᾶγμα πεποιημένον ἐκ λιναρίου (ἴδε κατωτ.)· 1) σχοινίον, ὁρμιὰ ἁλιευτική, Ἰλ. Π. 406· ἡ κλωστὴ ἥτις κλώθεται ἀπὸ τῆς ἠλακάτης, Εὐρ. Ὀρ. 1431, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 537· πρβλ. λινοθώρηξ· - μεταφορ., ἡ κλωστὴ τῆς μοίρας, ἣν κλώθουσιν αἱ Μοῖραι, Ἰλ. Υ. 128, Ὀδ. Η. 198, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἐπινέω)· καὶ ἐν τῷ πληθ., τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπη ἐκ Μοιρᾶν Θεόκρ. 1. 126, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 104· ὑπὲρ τὸ λίνον = ὑπὲρ μόρον Λουκ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομ. 2· - παροιμ., λίνον λίνῳ συνάπτειν, ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298C, Στράττ. ἐν «Ποταμίοις» 2, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 9. 2) δίκτυον ἁλιευτικόν, ἁψῖσι λίνου ἁλόντε, ταῖς καμπαῖς τοῦ δικτύου συλληφθέντες, Ἰλ. Ε. 487, πρβλ. κλωστὴρ ΙΙ· - θηρευτικὸν δίκτυον, Θεόκρ. 8. 58., 27. 16. 3) λινοῦν ὕφασμα, Ἰλ. Ι. 661, Ὀδ. Ν. 73, 118· ἐν τῷ πληθ., λινᾶ ἐνδύματα, τὰ «λινᾶ», Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 121, 132· ὕφασμα ἱστίου, ἱστίον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 364, Ἀππ. Ρόδ. Α. 565, κτλ. 4) τὸ κλωσθὲν λινάριον, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1347. ΙΙ. τὸ φυτὸν τὸ παράγον τὸ λινάρι, Λατ. linum (νῦν καλούμενον λινάρι ἢ λινοκάλαμον), μεθ’ Ὅμηρον (ἐκτὸς ἐὰν ἀναφέρωμεν εἰς αὐτὴν τὸ λίνοιο ἄωτον, Ἰλ. Ι. 661, ἐντεῦθεν πρβλ. ἄωτος), λίνον ἐργάζεσθαι Ἡρόδ. 2. 105, κτλ.· λίνου σπέρμα, «λινόσπορος», Θουκ. 4. 26· ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐκ τῶν λ. δημιουργία Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙΙ. Περὶ τοῦ λίνον ἄειδεν, Ἰλ. Ρ. 570, ἴδε ἐν λ. Λίνος ΙΙ. (Πρὸς τὰ λίνον [ῐ], λίνεος, πρβλ. τὸ Λατ. līnum, līneus, linteusϏ Γοτθ. lein (σινδών), Ἀρχ. Γερμ. lînϏ- ἡ διαφορὰ τῆς ποσότητος ἀντίκειται εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ἡ λέξις παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς).

English (Autenrieth)

flax, then anything made of it, thread, yarn, esp. fishing-line, Il. 16.408; of a fisher's net, Il. 5.487; linen cloth, linen, Il. 9.681; fig., of the thread of destiny, Il. 20.128, Il. 24.210, Od. 7.198. (See cuts under ἠλακάτη.)

Spanish

lino, cualquier cosa hecha de lino

English (Strong)

probably a primary word; flax, i.e. (by implication) "linen": linen.

English (Thayer)

(Treg. λίνον (so R G in Matt. as below), incorrectly, for the iota ἰ is short; (cf. Lipsius, Gramm. Uutersuch., p. 42)), λινου, τό, the Sept. several times for פִּשְׁתָּה, in Greek writings from Homer down, flax: linen, as clothing, R G T Tr marginal reading; the wick of a lamp, Isaiah 42:3.

Greek Monolingual

λίνον, τὸ (ΑM)
βλ. λίνο.

Greek Monotonic

λίνον: [ῐ], τό,
I. οτιδήποτε φτιαγμένο από λινάρι·
1. σχοινί, αλιευτικό σχοινί, σε Ομήρ. Ιλ.· κλωστή που κλώθεται από το αδράχτι, σε Ευρ., κ.λπ.· και στον πληθ., στον ίδ.· μεταφ., κλωστή της ζωής και του πεπρωμένου, την οποία κλώθουν οι Μοίρες, σε Όμηρ., Θεόκρ.· παροιμ., λίνον λίνῳ συνάπτειν, δηλ. να ενώνεις το όμοιο με το όμοιο, να ασχολείσαι με θέματα ίδιου είδους, σε Πλάτ.
2. αλιευτικό δίχτυ, σε Ομήρ. Ιλ.· κυνηγετικό δίχτυ για σύλληψη θηραμάτων, σε Θεόκρ.
3. λινό ύφασμα, σε Όμηρ.· λινό πανί πλοίου, σε Αριστοφ.
4. καραβόπανο, λινή κλωστή, στον ίδ.
II. το φυτό που παράγει το λινάρι, Λατ. linum, σε Ηρόδ., κ.λπ.· λίνου σπέρμα, «λινόσπορος», σε Θουκ.
III. για το λίνον ἄειδεν, βλ. Λίνος II.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: linen, flax, linen-cloth, (linen) thread, cord, fishing-net (Il.).
Dialectal forms: Myc. rino /linon/
Compounds: Several compp., e.g. λινο-θώρηξ with linen cuirass (Il., AP), λινό-ζωστις f. mercury, Mercurialis (Hp., Dsc.; f. from a compound *λινο-ζώσ-της; cf. Strömberg Pflanzennamen 148), λευκό-λινον n. white flax (Hdt.).
Derivatives: Diminut.: λινάριον thread, net (Delos IIa., D. Chr.), λινούδιον linen cloth (pap.), prob. from τὸ λινοῦν (ἱμάτιον); also λινούτιον (pap.; cf. below). Adject.: λίνεος, -οῦς, -ός (IA.; λινέα, -αία f. cord, noose hell.), λίνινος (Tanagra IIIa) linen, λιναῖος id., of flax (Hp., pap.), λινική f. flax-taxes (pap.). Verbs: λινεύω catch with net (Peripl. M. Rubr.); further late hypostases: δια-, ἐκ-, ἐπι-λινάω slip through the net, get away from the net, inspect the net (Phryn., Eust., H.), ἐκ-λινίζω get away from the net (Byz.). On λινεύς = κεστρεύς s. v. - Extensive on compp. and derivv. (also from Middel- and NGr.) Georgacas Dumbarton Oaks Papers 13, 253ff., esp. on λινούδιον, -ούτιον (S. 260ff.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With λίνον with short vowel agree the Balto-Slavic forms, e.g. Lith. linaĩ pl. flax, linen, Russ. lën, gen. lьná id. Opposite is Lat. līnum with long vowel, from where as loans Celt., e.g. OIr. līn net and Alb. li-ri, lį-ni linen. The Germ. words too, Goth. lein, ONo. OE OHG līn agree with Lat. līnum and are therefore to be considered as loans. Original identity is however possible, as the cultivation of flax in Middle-Europe is very old. It is however more probable that λίνον and līnum derive from a Mediterranean word, which as name of a new type, perhaps together with new techneques of preparation in Northern and Eastern Eeurope replaced local types and their names (e.g. ONo. hǫrr = OHG haro, OE fleax = OHG flahs, Russ. polotnó = CSl. platьno). In Indo-Iranian the word is (but not the idea) unknown. Details with lit. in WP. 2, 440f., Pok. 691, W.-Hofmann s. līnum, Ernout-Meillet s. linum, Schrader-Nehring Reallex. 1, 323ff. - Fur. 375 cites καὶ λῖνος παρὰ Κυπρίοις H.
See also: S. auch zu λῖτα (s. 2. λίς).

Middle Liddell

λῐ́νον, ου, τό,
I. anything made of flax:
1. a cord, fishing-line, Il.: the thread spun from a distaff, Eur., etc.; and in plural, Eur.:—metaph. the thread of destiny spun by the Fates, Hom., Theocr.:—proverb., λίνον λίνῳ συνάπτειν, i. e. to join like with like, to deal with matters of like kind, Plat.
2. a fishing-net, Il.:— a hunting-net, Theocr.
3. linen, linen-cloth, Hom.: sail-cloth, Ar.
4. flax for spinning, Ar.
II. the plant that produces flax, Lat. linum, Hdt., etc.; λίνου σπέρμα lint-seed, Thuc.
III. on λίνον ἄειδεν, v. Λίνος II.

Frisk Etymology German

λίνον: {línon}
Grammar: n.
Meaning: ‘Lein, -pflanze, Flachs, Leinwand, Linnen, leinenes Bettlaken, (leinener) Faden, Angelschnur, Netz’ (seit Il.), myk. ri-no.
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. λινοθώρηξ mit Linnenpanzer (Il., AP), λινόζωστις f. Bingelkraut, Mercurialis (Hp., Dsk. u. a.; f. von einer Zusammenbildung *λινοζώστης; vgl. Strömberg Pflanzennamen 148), λευκόλινον n. Weißflachs (Hdt., sp.).
Derivative: Ableitungen. Deminutiva: λινάριον Faden, Netz (Delos IIa. D. Chr. u. a.), λινούδιον leinenes Gewand (Pap.), wohl von τὸ λινοῦν (ἱμάτιον); auch λινούτιον (Pap.; vgl. unten). Adjektiva: λίνεος, -οῦς, -ός (ion. att.; λινέα, -αία f. Seil, Strick hell. u. sp.), λίνινος (Tanagra IIIa) linnen, λιναῖος ‘ds., zum Lein gehörig’ (Hp., Pap.), λινική f. Flachssteuer (Pap.). Verba: λινεύω mit Netz fangen (Peripl. M. Rubr.); dazu späte Hypostasen: δια-, ἐκ-, ἐπιλινάω durch das Netz schlüpfen, aus dem Netz entkommen, das Netz besichtigen (Phryn., Eust., H.), ἐκλινίζω aus dem Netz entkommen (byz.). Zu λινεύς = κεστρεύς s. bes. — Ausführlich über Kompp. und Ableitungen (auch aus dem Mittel- und Neugr.) Georgacas Dumbarton Oaks Papers 13, 253ff., bes. über λινούδιον, -ούτιον (S. 260ff.).
Etymology: Zum kurzvokalischen λίνον stimmen die baltoslavischen Formen, z.B. lit. linaĩ pl. Flachs, Lein, russ. lën, Gen. lьná ib.. Demgegenüber steht das langsilbische lat. līnum, woraus als Entlehnungen kelt., z.B. air. līn Netz und alb. li-ri, -ni Lein. Auch die germ. Wörter, got. lein, ano. ags. ahd. līn stimmen genau zu lat. līnum und sind somit zunächst als daraus entlehnt zu betrachten. Urverwandtschaft ist indessen an sich möglich, da der Flachsbau in Mitteleuropa sehr alt ist. Es liegt jedoch am nächsten, λίνον und līnum als Ableger eines Mittelmeerwortes zu betrachten, das als Benennung einer neuen Art, evtl. zusammen mit neuen Bereitungsmethoden, bei seiner Verbreitung über Nord- und Osteuropa einheimische Arten und deren Namen (z.B. ano. hǫrr = ahd. haro, ags. fleax = ahd. flahs, russ. polotnó = ksl. platьno) verdrängte. Dem Indoiranischen ist das Wort (aber nicht der Begriff) fremd. Einzelheiten mit reicher Lit. bei WP. 2, 440f., Pok. 691, W.-Hofmann s. līnum, Schrader-Nehring Reallex. 1, 323ff.— Neue idg. Etymologie von Carnoy REGr. 71, 95: zu (s)- bläulich in lat. līveō bleifarbig, bläulich sein u. a. (WP. 2, 715f., Pok. 965). S. auch zu λῖτα (s. 2. λίς).
Page 2,125-126

Chinese

原文音譯:l⋯non 利農
詞類次數:名詞(2)
原文字根:亞麻 相當於: (פִּשְׁתָּה‎)
字義溯源:亞麻^,麻布,燈心,燈火,細麻衣
出現次數:總共(2);太(1);啓(1)
譯字彙編
1) 細麻衣(1) 啓15:6;
2) 燈火(1) 太12:20

Wikipedia EN

Λίνον το χρησιμώτατον (Linum usitatissimum)
Linum usitatissimum

Flax (Linum usitatissimum), also known as common flax or linseed, is a member of the genus Linum in the family Linaceae. It is a food and fiber crop cultivated in cooler regions of the world. Textiles made from flax are known in the Western countries as linen, and traditionally used for bed sheets, underclothes, and table linen. Its oil is known as linseed oil. In addition to referring to the plant itself, the word "flax" may refer to the unspun fibers of the flax plant. The plant species is known only as a cultivated plant, and appears to have been domesticated just once from the wild species Linum bienne, called pale flax.

Wikipedia DE

Gemeiner Lein (Linum usitatissimum), auch Saat-Lein oder Flachs genannt, ist eine alte Kulturpflanze, die zur Faser- (Faserlein) und zur Ölgewinnung (Öllein, Leinsamen, Leinöl) angebaut wird. Er ist eine Art aus der Gattung Lein (Linum) in der Familie der Leingewächse (Linaceae) und die einzige Lein-Art, deren Anbau eine wirtschaftliche Bedeutung hat. Es gibt mehrere Convarietäten sowie etliche Sorten. In der Praxis wird nach der Hauptverwendung Faserlein und Öllein unterschieden.

Das lateinische Artepitheton usitatissimum bedeutet meist verwendet und bezieht sich auf die vielfältige Verwendbarkeit. „Flachs“ leitet sich von „flechten“ ab und bezieht sich auf die Verarbeitung.

Wikipedia Fr

Le lin cultivé (Linum usitatissimum) est une espèce de plantes dicotylédones de la famille des Linaceae, originaire d'Eurasie. C'est une plante herbacée annuelle autogame, largement cultivée pour ses fibres textiles et ses graines oléagineuses.

Wikipedia IT

Il lino comune (Linum usitatissimum L., 1753) è una pianta della famiglia delle Linaceae. È stata una delle prime colture domesticate: fin dall'antichità è stato ampiamente coltivato in Etiopia e in Egitto; in una grotta, nella Repubblica della Georgia, sono state trovate fibre di lino tinte, databili al 30 000 a.C.

Il lino è coltivato sia per i suoi semi sia per la sua fibra. Dalle varie parti della pianta si ricavano tessuti, carta, medicinali, cordame (anche per le reti da pesca). Dai semi di lino si ottiene sia la farina sia l'olio di lino, commestibile, che ha vari impieghi come integratore alimentare, come ingrediente in prodotti per il legno (finitura) e nell'industria delle vernici come olio siccativo e diluente. È inoltre utilizzato dall'industria cosmetica come ingrediente base di gel per capelli e sapone. Infine il lino è coltivato anche come pianta ornamentale da giardino.

Wikipedia ES

El lino o linaza (Linum usitatissimum) es una planta herbácea de la familia de las lináceas. Su tallo se utiliza para confeccionar tejidos y su semilla, llamada linaza, se utiliza para extraer harina (harina de linaza) y aceite (aceite de linaza).

Wikipedia EL

To λινάρι επιστ. Λίνον (Linum) είναι Αγγειόσπερμο, ποώδες, δικότυλο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λινώδη και στην οικογένεια Λινοειδή με 230 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών και των περιοχών της Μεσογείου.

Το λινάρι καλλιεργείται για τις κλωστικές ίνες του από τις οποίες κατασκευάζονται λινά νήματα και υφάσματα αλλά και για τον λιναρόσπορο και το λινέλαιο που είναι πλούσια σε ω3.

Léxico de magia

τό lino o cualquier cosa hecha de lino ref. a ropas σὺ δὲ ἐν λίνοις ἴσθι καθαροῖς ἐστεμ<μ>ένος ἐλαΐνῳ στεφάνῳ tú ve con ropas de lino limpio y adornado con una corona de olivo P XIII 96 P XIII 650 ποίησον ἱπποπόταμον ἐκ κηροῦ πυρροῦ κοῖλον ... καὶ στόλισον αὐτὸν λίνῳ καθαρῷ haz un hipopótamo hueco con cera rojiza y vístelo con lino limpio P XIII 314 una tira φόρει (τὸν χάρτην) περὶ τὸν ἀριστερὸν βραχίονα λίνῳ δήσας lleva el rollo de papiro atándotelo alrededor del brazo con una tira de lino P IV 81 SM 81 4 (fr. lac.) una mecha ἤτω δὲ τό ἐλλύχνιον ἀπὸ λίνου καινοῦ, ἅπτε δὲ λιβανω<τόν> que la mecha sea de lino nuevo y enciende el incensario P VII 543 un hilo ῥάψας λίνῳ Ἀνουβιακῷ χαλκῇ βελόνῃ cosiendo con hilo de Anubis y una aguja de bronce (ref. a una rana) P XXXVI 237

Lexicon Thucydideum

linum, flax, linen, 4.26.8.

Translations

af: vlas; am: ተልባ; ar: كتان; azb: عادی کتان; az: adi kətan; bat_smg: lėns; bg: културен лен; bn: তিসি; bs: lan; ca: lli; chr: ᎤᎦᏔ; csb: len; cs: len setý; cy: llin; da: almindelig hør; de: gemeiner Lein; el: λινάρι; en: flax; eo: ordinara lino; es: lino